Λένε ότι κάθε άνθρωπος είναι ένα γοητευτικό συνονθύλευμα διάφορων ετερόκλητων στοιχείων, που όλα μαζί συνθέτουν την ιδιαίτερη ατομικότητα του καθενός μας. Με αυτή την παραδοχή επομένως, πρέπει να δεχθούμε ότι και οι φοβίες που τυχόν έχουμε, αποτελούν κομμάτι του εαυτού μας και μας αποκαλύπτουν πράγματα για εμάς ή βγάζουν στην επιφάνεια άλλα συγκεκαλυμμένα "ζητήματα" που υπάρχουν μέσα μας σε λανθάνουσα ίσως κατάσταση.
Τι να πω, δεν ξέρω, τις σκέψεις μου σας αραδιάζω τώρα, αλλά όπως καθόμουν, είχα τη φαεινή ιδέα να σας μιλήσω λίγο για τις δικές μου φοβίες, μήπως βγάλουμε όλοι μαζί μία άκρη.
Πρώτη και τρομερότερη φοβία μου, που δεν μπορώ να την τιθασεύσω και να την εκλογικεύσω με τίποτα, είναι η υψοφοβία. Τρομερή περίπτωση. Αξίζει να σας πω ότι μέχρι και τα 18 μου, δεν είχα κανένα τέτοιο πρόβλημα. Ανέβαινα στην ταράτσα του σπιτιού μου με τρομερή άνεση, πήγαινα μάλιστα και στεκόμουν άκρη άκρη και δεν φοβόμουν καθόλου ρε παιδιά. Μετά την εφηβεία, δεν ξέρω τι έγινε, δεν μπορώ τουλάχιστον να θυμηθώ κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό, αλλά ξαφνικά άρχισα να φοβάμαι μέχρι και την απλή σκάλα που έχουμε όλοι σπίτι μας για να κάνουμε δουλειές. Περιττό να σας πω ότι πια δεν πλησιάζω ούτε σε πατάρι, αφού πρέπει να ανέβω εκεί με σκάλα, ούτε στην ταράτσα, άρα απλώνω ρούχα όπου βρω, ούτε αερογέφυρες διασχίζω (αυτό το τελευταίο με τίποτα, και να το σκεφτώ και μόνο, με πιάνει ίλιγγος). Αποφεύγω ακόμη και τους σταθμούς του ηλεκτρικού που έχουν πεζογέφυρες, προτιμώ να διασχίσω χιλιόμετρα με τα πόδια προκειμένου να τις αποφύγω. Την τελευταία φορά βρισκόμουν στον Κηφισό, στο ύψος των ΚΤΕΛ, κι έπρεπε να περάσω απέναντι. Ο μόνος τρόπος ήταν η αερογέφυρα που υπάρχει εκεί. Έκανα ακριβώς 4ο λεπτά να την περπατήσω όλη. Έτρεμα συνέχεια, νόμιζα ότι η γέφυρα θα καταρρεύσει κάτω από τα πόδια μου και γενικά ένιωθα σαν να βρισκόμουν στο κενό. Απίστευτο συναίσθημα, πλήρης πανικός.
Κάποτε είχα πάει διακοπές με το αμόρε μου στην Αντίπαρο (καταπληκτικό νησί, να πάτε οπωσδήποτε, θα ενθουσιαστείτε). Υπάρχει εκεί ένα υπέροχο σπήλαιο, του Αγίου Γεωργίου στο Σωρό, νομίζω. Ενθουσιάστηκε ο καλός μου, πάμε μου λέει, πάμε να το δούμε (καλά, εκεινού ο κ...ς του λες κι είχε πινέζες, δεν στεκόταν έτσι κι αλλιώς ούτε στιγμή). Τι να κάνω κι εγώ, λέω σφίξε τα δόντια Κοκκινοσκουφίτσα και προχώρει. Η σπηλιά είχε μια μικρή είσοδο (είμαι και κλειστοφοβική, να μην το ξεχάσω αυτό) και απο εκεί ξεκινούσαν λαξευμένα σκαλιά στη μέση θαρρείς του πουθενά, που είχαν αριστερά και δεξιά κατά μήκος δύο σκοινιά για να κρατιούνται όσοι ανεβοκατέβαιναν. Ο δρόμος δηλαδή ήταν διπλής κατεύθυνσης. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι έγινε, είναι πέραν πάσης περιγραφής, αλλά θα προσπαθήσω. Στο τρίτο σκαλί άρχισα να συνειδητοποιώ ότι είναι μακρύς ο κατήφορος. Και σκοτεινός. Και μακρύς. Και σκοτεινός. Και πάλι μακρύς και σκοτεινός. Κι όπως είμαι πιασμένη από το σκοινί σφικτά και με τα δύο χεράκια, καταλαβαίνω ότι τετέλεσται, δεν πάει άλλο, πρέπει να βγω αμέσως έξω. Κανονική σκοτοδίνη. Για κακή μου τύχη, δίπλα μου κατέβαιναν ενθουσιασμένοι μια παρέα χαρούμενων Γιαπωνέζων και από την άλλη ανέβαινε ένα γκρουπ επίσης χαρούμενων Γερμανών. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα δηλαδή. Το πώς βγήκα έξω, δεν το θυμάμαι. Θυμάμαι όμως ότι το σπήλαιο το είδα μόνο σε φωτογραφία που τράβηξε ο φίλος μου, που τελικά κατέβηκε, γιατί δεν χρώσταγε τίποτα με την τρελή που έμπλεξε για σπήλαιο να ξεκινήσει και σπήλαιο να μη δει.
Δεύτερο περιστατικό: Καλοκαίρι, τώρα μάλλον το 2005 ήταν, θα σας γελάσω, μπορεί και το 2006, έχω δωρεάν εισιτήριο να πάω σε παράσταση στο θέατρο Λυκαβηττού, αφού θα παίξει βιολί ένας φίλος φίλου μου. Όλο χαρά, ντύνομαι, στολίζομαι, ανεβαίνω στο θέατρο με την παρέα μου, και φτάνουμε στον κυρίως χώρο όπου βρίσκονται οι μεταλλικές κερκίδες και διαπιστώνω ότι για να φτάσω στις μπροστινές θέσεις, ο μόνος δρόμος είναι να κατέβω από πάνω προς τα κάτω. Πάλι σκοτάδι, εγώ να φοράω τακούνια που ακούγονταν σαν καμπάνες μέσα στο θέατρο κάθε φορά που έκανα βήμα, και πάλι στην τρίτη σειρά προς τα κάτω μου έρχεται ζαλούρα τρομερή και φοβάμαι ότι θα πέσω. Ρεζίλι, ρεζίλι έγινα! Άλλοι να φωνάζουν "Ησυχία ρε!!!", άλλοι να βρίζουν, να μην αφήνω εντωμεταξύ και τους πίσω να προχωρήσουν. Τίποτα. Τα πόδια μου είχαν κοκκαλώσει. Αναγκάστηκα να φύγω άρον άρον και την παράσταση την "άκουσα" τελικά από το μπαρ του θεάτρου. Και ταλαιπωρήθηκα και ταλαιπώρησα την παρέα μου, που έστελνε συνέχεια sms να δει τι κάνει η ζουρλή η υψοφοβικιά. Νεύρα, τρομερά νεύρα εκείνη τη μέρα!!!
Εσείς έχετε φοβίες άραγε; Για πείτε, για πείτε!