Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009

Πού να την ανοίξουμε τη βρυσούλα;;;


Θέλω να σας ευχαριστήσω όλους για την θετική ενέργεια που μου δίνατε μέσα από τα σχόλιά σας τελευταία και για τη συμπαράστασή σας στα προβλήματα υγείας που τα άτιμα συνεχίζουν να μας κατατρύχουν, αλλά πού θα πάει, δεν θα το βάλουμε κάτω εμείς, εκείνα θα το βάλουν κάτω στο τέλος. Για αλλαγή, αποφάσισα σήμερα να σας διηγηθώ πώς πέρασα το προχθεσινό απόγευμα, και ή που θα λυθείτε στα γέλια ή που θα με συμπονέσετε ακόμη πιο πολύ την Κοκκινοσκουφίτσα - σβουρίτσα. Αφήνω την επιλογή σε εσάς.

Η αδελφή μου έχει αγοράσει ένα σπίτι στην περιοχή που μένουμε, σκεφτήκαμε λοιπόν να το νοικιάσουμε και να εισπράττει κι ένα εισόδημα. Ανέλαβα τα διαδικαστικά, αγγελίες, συνεννοήσεις, και τα συναφή. Στα μέσα Σεπτεμβρίου, μετά από πολλά ραντεβού με υποψήφιους ενοικιαστές, κι αφού είχανε δει τα μάτια μας όλα τα πιθανά κι απίθανα (μια κοπελιά με ρώτησε όταν της έδειχνα το σπίτι αν διαθέτει ειδική μόνωση η ταράτσα κατά των εντόμων), καταλήξαμε να "δώσουμε τα χέρια" με ένα νεαρό σχετικά ζευγάρι που μετακόμιζε στην Αθήνα από το νησί που έμεναν μέχρι τότε. Συμπαθέστατοι, αν και λίγο επισφαλείς οικονομικά, αφού έρχονταν στην πόλη για να κάνουν μια νέα αρχή, τέλος πάντων ο καλοπροαίρετος και ρομαντικός άνθρωπος μέσα μου νίκησε τον δικηγόρο και το κλείσαμε.

Το ζευγάρι θα επέστρεφε στο νησί για να πακετάρει και θα ερχόταν να εγκατασταθεί πια στο διαμέρισμα στα τέλη του μήνα το αργότερο, αφού έπρεπε να παραδώσουν το σπίτι που έμεναν μέχρι τότε. Στο ενδιάμεσο, κι ενώ ήδη ο πατέρας μου ήταν στο νοσοκομείο κι εγώ με την αδελφή μου στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, εργάτες δούλευαν στο διαμέρισμα για να στρώσουν πλακάκια, να βάψουν, να καθαρίσουν, γενικά να ετοιμάσουν το χώρο. Δεν το συζητάμε, κακός χαμός. Τέλος πάντων, βάζουμε μια σειρά, λέμε δόξα τω Θεώ, είμαστε εντάξει.

Στις 24 του μήνα ειδοποιώ τον ενοικιαστή ότι μπορεί να έρθει από τις 29 και μετά να εγκατασταθεί. Μου απαντάει ότι θα έρθει το πρωί της 29ης Σεπτεμβρίου και όλα καλά. Στις 27 του μήνα με παίρνει όμως και μου λέει ότι τελικά βρήκε εισιτήριο και φορτωτική για το μεσημέρι στις 28 και ότι θα έρθει να ξεφορτώσει τα πράγματά του το ίδιο βράδυ και μετά θα ξαναφύγει καπάκι και θα γυρίσει μετά τις εκλογές. Α, και μήπως μπορώ να του βρω δύο μεταφορείς και κανένα γερανό για τη μετακόμιση; Ναι ρε φίλε, βεβαίως, τους έχω κρυμμένους στο υπόγειο, μην τυχόν και τους χρειαστείς ποτέ εσύ. Ή για το "ΕΚΤΕΛΟΥΝΤΕ ΜΕΤΑΦΟΡΕ" που διατηρώ με μεγάλη επιτυχία τα τελευταία χρόνια. Καλά λέω μέσα μου, μη συγχίζεσαι, όλα θα γίνουν. Τηλεφωνώ στον ξάδελφο Γιάννη που είναι μεταφορέας, μην ανησυχείς μου λέει, θα σου στείλω εγώ δυο παιδιά τζιμάνια, να κάνεις τη δουλειά σου στο άψε σβήσε. Ωραία, παίρνω τηλέφωνο τον ενοικιαστή, του το λέω, συμφωνεί, λαμπρά. Τηλεφωνώ κατόπιν στους μεταφορείς, ίδρωσα να συνεννοηθώ, να μιλάνε κάτι ελληνικά σαν τον Μάνο, αφού τελικά σε χοντρές γραμμές τα καταφέραμε, μετά έπρεπε να πάω να τους πάρω εγώ από το σημείο που θα βρίσκονταν, γιατί δεν είχαν μεταφορικό δικό τους. Το λέω στην αδελφή που είναι αυτοκίνητη, γκρινιάζει, ξαναγκρινιάζει, αλλά την ορισμένη ώρα ξεκινάμε. Κι εκεί έγινε το έλα να δεις. Πλησιάζοντας στη στάση που είχαμε δώσει ραντεβού, παίρνω στο κινητό τον ένα από τους εργάτες. Απαντάει, μου λέει περίπου πού είναι, και σταματάμε μπροστά τους. Εγώ μέχρι τότε το κινητό ανοιχτό και να μιλάω με τον τύπο. Ανοίγει τις πόρτες η αδελφή μου να μπουν στο αμάξι, αλλά λίγο τα μαυριδερά πρόσωπα, λίγο τα φτωχά ελληνικά, τρώει φλασιά κι αρχίζει να τους ρωτάει αγριωπα: "Ποιοι είστε; Ποιος σας έστειλε; Είστε αυτοί που περιμένουμε; Τον Γιάννη τον ξέρετε;". Εντωμεταξύ εγώ ακόμη να είμαι στο κινητό με τον έναν. Σας λέω για φοβερό μπέρδεμα. Να έχουν τρομάξει οι εργάτες, να ψελλίζουν ακατάσχετα "εμείς οκτώ, εμείς οκτώ (η ώρα εννοούσαν που είχαμε δώσει ραντεβού)", σου λέει πέσαμε πάνω σε τρελές που θέλουν να μας βιάσουν, να μας σκοτώσουν, να μας κλέψουν, εγώ να έχω μείνει άναυδη και να προσπαθώ να βγάλω άκρη. Τέλος πάντων, αφού αμφότερες οι πλευρές βεβαιώθηκαν για το who is who αλλήλων ένθεν κι ένθεν, πήραμε το δρόμο για το μικρό σπίτι στο σκοτάδι.

Φτάσαμε, ανεβήκαμε στον όροφο, ανοίξαμε πόρτες και φώτα και περιμέναμε όλοι τον νυμφίο σαν τις παρθένες της παραβολής (και σας διαβεβαιώ ότι ανάμεσά μας δεν υπήρχε ουδεμία παρθένα για δείγμα). Ο νυμφίος αρέσκεται να ταξιδεύει νωχελικά, οπότε μας ετίμησε με την παρουσία του με μία ώρα καθυστέρηση. Δεν πειράζει, άνθρωποι είμαστε, τα δρομολόγια των πλοίων φταίνε, και πάμε παρακάτω.

Σκηνή πρώτη: Πατάει το πόδι του ο ενοικιαστής στο σαλόνι και λέει "Α, μόνο εδώ έχετε φως;" και μου ξινίζει και τα μούτρα του. Του εξηγώ ότι όπως συζητήσαμε, τις ημέρες που θα λείπει θα βάλω καινούριες πρίζες στα υπολοιπα δωμάτια και θα είναι έτοιμο όταν επιστρέψει για τα καλά. Το δέχεται.

Σκηνή δεύτερη: "Α, τι μεταφορείς είναι αυτοί που βρήκες; Θα μπορούν να σηκώσουν τίποτα; Και το ασανσέρ είναι πολύ μικρό, ρε παιδί μου!". Οι μεταφορείς τον διαψεύδουν πανηγυρικά, το ίδιο και το ασανσέρ, και όλα τα πράγματα μπαίνουν στη θέση τους σε λιγότερο από μιάμιση ώρα. Πλάκα πλάκα, έχει αντοχές ο ανελκυστήρ, όχι αστεία! Μέχρι και ψυγείο - βουνό κουβάλησε!

Σκηνή τρίτη: "Α, αυτό εδώ το γρατζούνισμα έγινε στη μεταφορά, ε, καλά, τι να κάνουμε, δεν μπορούμε να τα έχουμε και όλα, αυτά γίνονται. Άμα δεν έχεις δικούς σου ανθρώπους...!!!". Εκεί δεν απαντώ τίποτα, μου έχει όμως ανέβει ήδη το αίμα στο κεφάλι. Ας τους έφερνες μαζί σου τους εργάτες, άνθρωπέ μου. Εγώ τι σου φταίω;;; Αλλά για να γλυτώσεις εσύ τον κόπο και τα χρήματά σου να τους βγάλεις εισιτήρια για Αθήνα, το φόρτωσες σε μένα. Τελικά, εγώ σου φταίω, έπρεπε να σου πω ότι δεν ξέρω πού να βρω μεταφορείς.

Σκηνή τέταρτη: Αφού έχουν ξεφορτωθεί όλα τα έπιπλά του, τα οποία μου εκθειάζει μια ώρα, που είναι από τη ΝΕΟSET, όλα καινούρια, τρομερά, φοβερά και υπέροχα, αφού τα κουζινικά μαγειρεύουν μόνα τους γκουρμέ δείπνο για διακόσα άτομα, έρχεται και η ώρα για το δια ταύτα. Ήτοι, να υπογράψουμε συμφωνητικό και να πάρω και τα χρήματα που έχουμε συμφωνήσει. Δεν μπορώ να πω, εκεί δεν είχα πρόβλημα με τον άνθρωπο. Με τους δικούς μου είχα πρόβλημα. Είχαμε συνεννοηθεί από πριν τι ενοίκιο θα ζητούσα, τι θα γράφαμε στο συμφωνητικό, πόσα χρόνια θα το νοικιάζαμε. Αμ δε! Όταν ήρθε η ώρα της υπογραφής, τότε έπαθαν όλοι Αλτσχάιμερ. Να με παίρνει η αδελφή μου έξαλλη, μετά να τηλεφωνώ στον πατέρα μου να επιβεβαιώσω τα νέα δεδομένα, μετά να τηλεφωνούν ξανά μανά όλοι σε μένα, ρεζίλι γίναμε στον χριστιανό, ο οποίος βέβαια δεν ήταν και τόσο χριστιανός, αφού κοίταξε να επωφεληθεί κι αυτός και να συμφωνήσουμε ενοίκιο σταθερό για τρία χρόνια. Ώπα ρε μεγάλε! Δεν φτάνει που δεν θα πάρω αύξηση παρά από τον τρίτο χρόνο και μετά, δεν φτάνει που σου έκανα σκόντο από το αρχικό ενοίκιο;

Τελειώνει ευτυχώς εκεί η βραδιά χωρίς άλλα απρόοπτα κι ανηφορίζω στο σπίτι μου τσακισμένη από την κούραση. Λέω, ωραία, προχωράμε τώρα. Μόνο που την άλλη μέρα παιδιά μου, με παίρνει τηλέφωνο ο ενοικιαστής από το νησί του, γιατί είχε θυμηθεί λέει κάποια πράγματα που θέλει να του φτιάξω μέχρι να γυρίσει. Όπερ: να αλλάξω τα "γλωσσάκια" στις δύο τζαμόπορτες στην κρεβατοκάμαρα. Να βάψω τα κάγκελα του μπαλκονιού με λαδομπογιά, που δεν χαλάει. Να αλλάξω το τζάμι στο παράθυρο της κουζίνας Ήταν βράδυ και δεν το είχε δει την προηγούμενη φορά αυτό. Και μιας και θα έρθει άνθρωπος για την κουζίνα, να βάλουμε και μια βρυσούλα στη βεράντα της. Πού να τη βάλουμε τη βρυσούλα; Εκείνος προτιμά αριστερά χαμηλά στον τοίχο, για να μην αφήνει γρατζουνιές. Τώρα τι να του πω, μου λέτε;;;; Μήπως να το μετανιώσω από τώρα, καλά καλά δεν στέγνωσε το μελάνι στο χαρτί;;;

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009

Στον 3ο όροφο

Βράδυ Σαββάτου στον 3ο όροφο του Αττικού Νοσοκομείου. Κάνει ψύχρα, αλλά τα παράθυρα στο θάλαμο μένουν μισάνοιχτα για να ανανεώνεται ο αέρας. Στο κρεβάτι 3 κοιμάται ο πατέρας μου. Δεύτερη νοσηλεία από τον Ιούνιο που έκανε το μπαϊ - πας, πέμπτο κατά σειρά νοσοκομείο που "επισκέπτεται" φέτος. Δεν βλέπει καλά, στην πραγματικότητα βλέπει διπλά τα είδωλα και νιώθει τρομερή αστάθεια. Μέσα σε μια στιγμή, βγαίνοντας από το ασανσέρ το μεσημέρι, ένα ξαφνικό τσακ κι έπαθε ό,τι έπαθε. Κι ακόμη δεν ξέρουμε τι είναι.
Κάθομαι σε μια καρέκλα δίπλα του και τον κοιτάζω κοιμισμένο. Κάτω από τη νοσοκομειακή κουβέρτα βρίσκεται ο μοναδικός άντρας στη ζωή μου που αγαπώ και με αγαπά με τόση δύναμη και αγνότητα. Και είναι πάλι τρωτός. Πάλι ευάλωτος. Φοβισμένος, πάω στοίχημα, εκνευρισμένος, αλλά ως συνήθως, είναι καπετάνιος κι ο καπετάνιος εγκαταλείπει τελευταίος το πλοίο και δεν χάνει το θάρρος του. Ρίχνω μια ματιά έξω από το παράθυρο. Έχει θέα πολύ όμορφη, πανοραμική και βλέπω τα χιλιάδες φωτάκια που δηλώνουν την παρουσία ανθρώπων από απέναντι. Δέντρα, συνέχεια δέντρα και απόλυτη ησυχία μέσα κι έξω. Η φύση τουλάχιστον στο Αττικό ησυχάζει. Ενστικτωδώς απλώνω το αριστερό μου χέρι στην παλάμη του που είναι ακουμπισμένη στο σεντόνι. Πιάνει τα δάχτυλά μου και τα σφίγγει δυνατά και δεν ξέρω να σας πω αν είμαι εγώ που δίνω κουράγιο σε εκείνον ή το αντίθετο. Τα μάτια του ακόμη κλειστά, με ρωτάει "Δεν έφυγες ακόμα; Πήγαινε να ξεκουραστείς. Συγνώμη που σας ταλαιπωρώ κι εσάς". Κι εγώ του απαντάω "Δεν έχω πουθενά καλύτερα να πάω. Κοιμήσου εσύ". Χαμογελάει, μάτια κλειστά, κι αποκοιμιέται πάλι. Γλιστράω σαν τον κλέφτη στον διάδρομο και φεύγω. Δάκρυα ατελείωτα τρέχουν κι εύχομαι μέσα μου συνέχεια και συνέχεια "Μη μου ξαναδώσεις ποτέ τίποτα άλλο, μη μου φέρεις τίποτα καλό, ό,τι κι αν σου ζητήσω, μόνο κάντον καλά¨".
Έξω σκοτάδι βαθύ. Με χτυπάει ο αέρας στο πρόσωπο και συνέρχομαι κάπως, έτσι δεν γίνομαι ρεζίλι στο φρουρό στην πύλη.
Πια νομίζω ότι όλα θα πάνε καλά. Όμως δεν μπορώ να μην αγανακτώ ρε παιδιά. Δεν μπορώ να μην αναρωτιέμαι "γιατί πάλι;". Δεν είμαι τόσο δυνατή.
Στενόχωρη η ανάρτηση σήμερα, αλλά ελπίζω ότι σύντομα θα γράψω κάτι πιο χαρούμενο. Μέχρι τότε, να προσέχετε τον εαυτό σας. Πολλά φιλιά
Απόψε επιτέλους είχαμε κάποια καλά νέα. Τουλάχιστον η αξονική που έκανε ήταν καθαρή. Τώρα μένουν ένας τόνος εξετάσεις, τον έχει αναλάβει ειδική νευρολογική ομάδα στο Αττικό και σίγουρα θα μείνει μέσα μερικές ημέρες, αλλά τώρα μπορούμε να είμαστε κάπως αισιόδοξη ότι η ζημιά είναι ελέγξιμη και δεν θα επεκταθεί. Τα συμπτώματά του αρχίζουν να υποχωρούν σιγά σιγά. Σας ευχαριστώ όλους για την αγάπη που μου δείχνετε και σας την ανταποδίδω. Να είστε όλοι πάντα καλά

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2009

Τελικά


Δεν μου πάει καθόλου το γκρι. Με σκοτώνει.

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2009

Οδεύω αργά προς την τρέλα

Καταρχήν, Χρόνια Πολλά στους Σταύρους και στις Σταυρούλες που γιορτάζουν σήμερα και ειδικά στη σταυρούλα που όσο να πεις της έχω ξεχωριστή αδυναμία.
Κατά τα άλλα, σήμερα μαμιέται ο Δίας στη δουλειά. Μακάρι να είχα άλλα 10 χεράκια και άλλα 8 ματάκια, μήπως και τα έβγαζα πέρα. Όλοι και όλα τρέχουν και ζητάνε λύση ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ. Μουαχαχα! Καλέ τι μας λες; Τώρα και για 20 λεπτά είναι ώρα χαλάρωσης. Και μιας και χαλαρώνουμε, ας ανεβάσουμε και μια ανάρτηση.
Ακούστε τι σκέφτηκα: Ποιοι είναι οι άνθρωποι που μπλογκάρουν; Θέλω να πω, καλά, είμαστε εγώ κι εσείς, σιγά το περίεργο. Ναι, αλλά ΠΟΙΟΙ είμαστε τελικά εγώ κι εσείς; Τι εννοώ; Ας πούμε, σας έχει τύχει ποτέ να πίνετε π.χ. τον καφέ σας σε μια καφετέρια, κατά προτίμηση μέρα με λιακάδα, να έχετε ξεκουραστεί και να αφαιρεθείτε κοιτάζοντας τους περαστικούς; Και να φτιάχνετε με τη φαντασία σας σενάρια για το ποιοι είναι, πού μένουν, τι δουλειά κάνουν, ποιον περιμένουν, αν είναι χαρούμενοι, λυπημένοι, θυμωμένοι; Εμένα μου συμβαίνει αυτό πού και πού. Το ίδιο μου πέρασε από το μυαλό και για τους bloggers, όσους τυχαίνει να γνωρίζω από τις σελίδες τους (λιγότερο βέβαια εκείνους, αφού το blog τους δίνει ένα στίγμα τους, έστω σε αδρές γραμμές), όσους δεν γνωρίζω ακριβώς, αλλά τυχαίνει να βρεθώ κάποια στιγμή στο διαδικτυακό τους σπίτι, αλλά κι όσους μου είναι παντελώς άγνωστοι.
Φαντάζομαι πώς να μοιάζουν στο πρόσωπο, αν είναι κοινωνικοί στην "έξω" ζωή τους ή αν είναι ντροπαλοί, αν έχουν οικογένειες, φίλους ή αν μένουν μόνοι, από πού μπλογκάρουν (δεν εννοώ από ποιον υπολογιστή, εξυπνάκηδες) εννοώ πού; καθισμένοι στην καρέκλα του γραφείου τους, όπως σχεδόν πάντα εγώ; αραχτοί στο κρεβάτι τους, σε ένα δυάρι στο Παγκράτι; Καθισμένοι στη βεράντα της υπερπολυτελούς έπαυλής τους στις Μπαχάμες; Από ίντερνετ καφέ; Στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου τους; Μέσα από τη φυλακή; Από τη ζούγκλα του Αμαζονίου; Και τι κάνουν μετά; Βγαίνουν για ποτό; Συνεχίζουν τη δουλειά; Κοιμούνται; Βάφουν τα μαλλιά τους; Πώς περνάνε τα βράδια που είναι μόνοι τους; Όταν είναι χαρούμενοι, είναι και τα ποστ τους χαρούμενα; Ή μήπως ανεβάζουν χαρούμενες αναρτήσεις όταν είναι λυπημένοι, για αντιπερισπασμό κι από άμυνα;
Αυτά τα περισπούδαστα για σήμερα. Αύριο πάλι έχει ο Θεός.
Σας φιλώ με αγάπη
Η σχιζοφρενής πλέον Κοκκινοσκουφίτσα

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2009

Να σας πω τι διάβασα;

Κατά τις 20 Αυγούστου ήμουν στην Αθήνα, ακόμη σε άδεια, οπότε σκέφτηκα να εκμεταλλευθώ την ευκαιρία και να ξοδέψω τα ευρώ που μου έμειναν - αφού τελικά δεν έφυγα για διακοπές - σε πράγματα που να μου αρέσουν κι όχι μόνο σε ρούχα, παπούτσια, κλπ ως συνήθως (ντρέπομαι, αλλά ναι, είμαι shopaholic).
Μέσα σε άλλα λοιπόν που έκανα, εξόρμησα και στα βιβλιοπωλεία, όπου σε μία ημέρα έκανα τον ωραιότατο λογαριασμό των 284 ευρώ... Ο πατέρας μου ακόμη κλαίει την χαμένη μου προίκα :(((
Kαι όπως αποδείχθηκε, πολυ καλά έκανα. Πήγα πανευτυχής στο σπίτι μου, σέρνοντας το σάκο με τα καινούρια βιβλία που μύριζαν τόσο τόσο ωραία και στρώθηκα στη μελέτη.
Σήμερα θα σας μιλήσω για το βιβλίο που αγάπησα περισσότερο από όλα.
Ο τίτλος του είναι Rewind, ήδη ιντριγκαριστικός, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καλέντη και το καλύτερο; Συγγραφέας είναι μια 26 χρονη κοπέλα, όπως διάβασα στο σημείωμα, η Μαρία Ξυλούρη.
Τι να πρωτοπω για αυτό το βιβλίο; Δεν ξέρω πού να ξεκινήσω. Στην αρχή, με πήρε ο τρόπος γραφής του όχι από το χέρι, αλλά από τα μαλλιά. Κυριολεκτικά με άρπαξε. Με ανάγκασε να μπω με τη μία σε μια ατμόσφαιρα ... σκοτεινή, όχι ακριβώς, πιο πολύ είναι όπως το εξώφυλλο, ασπρόμαυρη. Και κάπου κάπου γκρίζα. Και ίσως λίγο φωτεινή όσο προχωρά η ιστορία. Ίσως εγώ να το κατάλαβα έτσι.
Αντί για άλλη περιγραφή, θα αντιγράψω από το οπισθόφυλλο "Τον λένε Πέτρο, αλλά κάποιοι τον φωνάζουν Μέι Ντέι, όνομα που του 'δωσε η μητριά του, πριν πέσει σ' έναν άγρυπνο ύπνο που κράτησε χρόνια. Η μητριά του Πέτρου είναι ζωντανή. Αλλά, κυρίως, είναι νεκρή. Κι ο Πέτρος πρέπει να το πει στον πατέρα του, γιατί αυτή η ιστορία έχει παρατραβήξει. Κι εξάλλου, η μητριά του δεν μπορεί να είναι εξίσου σημαντική με τη μάνα του, μια γυναίκα που πνίγεται σ' αιώνιο ριπλέι, έτσι; Όμως, τι είναι τελικά σημαντικό; Και τι είναι όπως νομίζει ο Πέτρος ότι είναι;"
Αυτή είναι η βασική ιστορία που αφηγείται η συγγραφέας. Μάλλον, μόνο ένα κομμάτι της, σαν αφορμή να ξεδιπλωθούν μέσα στο βιβλίο κι άλλες, πολλές ιστορίες ανθρώπων σαν εσάς και σαν κι εμένα, που βρέθηκαν σε ιδιόρρυθμες περιστάσεις να αναζητούν το δρόμο τους. Περιττό να σας πω ότι αναγνώρισα τον εαυτό μου στις σελίδες του, όχι ίσως με συνηθισμένο κι αναμενόμενο τρόπο. Το βιβλίο το έχω ήδη διαβάσει επτά φορές και κάθε ανάγνωση μου αποκαλύπτει κάτι καινούριο για τον εαυτό μου και για τον κόσμο. Κι απορώ, τόσο μικρό κορίτσι, πού και πότε πρόλαβε να αποκτήσει τόση πείρα ζωής και σοφία, ώστε να περιγράφει τόσο αριστοτεχνικά ακραία περιστατικά και να πιάνει λεπτές εκφάνσεις τραυματισμένων ψυχών; Μένω να θαυμάζω, κι αν ποτέ τη γνωρίσω, αυτό θα της πω και θα της σφίξω το χέρι: Μπράβο σου κορίτσι μου.
Το καλύτερο είναι το τέλος. Το μόνο που θα σας πω είναι ότι έκλαιγα από συγκίνηση κι ανακούφιση όταν το διάβασα κι ακόμη κλαίω. Είναι ό,τι καλύτερο έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια.
Εν κατακλείδι, ούτε μια στιγμή δεν έπληξα, ούτε μια στιγμή δεν σκέφτηκα "α, αυτό τώρα ήταν αναμενόμενο". Το ρούφηξα το βιβλίο, κι όμως ακόμη δεν το "έχω". Αυτό με "έχει" ακόμη.
Εγώ το προτείνω ανεπιφύλακτα και είμαι σίγουρη ότι έχει κάτι να πει στον καθένα μας.
Αυτά τα ολίγα. Θα συνεχίσουμε με πιο ανάλαφρες αναρτήσεις, νομίζω. Σας φιλώ και σας εύχομαι καλό απόγευμα!!!

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2009

Καλώς σας ξαναβρίσκω!

Μαζεύτηκα κι εγώ! Μου λείψατε πολύ. Ελπίζω να περάσατε όλοι καλά. Να έχουμε μια υπέροχη σαιζόν, όλο καινούριες εμπειρίες και δημιουργικότητα. Δικό σας:



Πολλά φιλιά!