Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2009

ΚΑΛΑ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΤΕ!!!!!!

Να φάτε, να πιείτε, να χορέψετε, να δείτε τους φίλους σας και τους συγγενείς σας, να πετάξετε αετό, να πάτε βόλτα στην εξοχή, άμα είστε τολμηροί να κολυμπήσετε κιόλας. Δηλαδή ΝΑ ΞΕΦΑΝΤΩΣΕΤΕ!!!! ΚΑΛΑ ΚΟΥΛΟΥΜΑ!!!!!!
Η υπογράφουσα εύχεται να ξεφύγει από τα πλοκάμια του πυρετού για να το ρίξει κι αυτή λίγο έξω....

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2009

Κάποιος να μου ρίξει λίγο νερό να συνέλθω

Ένα κορμί με νερό και με χώμα
μήνες γυρτό στων αιώνων την πλάτη
Δεν έχει αισθήματα, δεν αναπνέει
μονάχα θέλει να σπάσει το φράχτη
Μια σπίθα αρκεί για να αλλάξει το λίγο
να ζεσταθεί, να γιορτάζει το σώμα
Μα όταν νιώθεις σβηστή την ψυχή σου
ποιος θα βρεθεί; από νερό είσαι και χώμα
Άλλο δεν έχεις τι να προσφέρεις
μόνο εσένα, δυο χέρια, δυο μάτια,
να κοιταχτούν μια στιγμή οι ζωές σας
και να ανθίσουν τα σκόρπια κομμάτια.
Υπόσχομαι ότι δεν θα ξανακαθήσω τόσο αργά στο γραφείο με πυρετό. ΥΠΟΣΧΟΜΑΙ, ΥΠΟΣΧΟΜΑΙ. Αλλιώς, τα αποτελέσματα τα βλέπετε. Μου έσπασαν τα νεύρα γιατί προέκυψε επείγον δικαστήριο για αύριο κι είμαι ακόμα εδώ και μες την βαρεμάρα και την τσαντίλα μου μου προέκυψε ΑΥΤΟ, το οποίο το αναρτώ μόνο και μόνο για να δω αύριο που θα το ξαναδιαβάσω ψύχραιμα πόση ντροπή θα νιώσω; Χίλια συγνώμη προκαταβολικά φίλοι μου. Καλό και ήσυχο βράδυ
Update: Είχα δίκιο. ΠΟΛΛΗ ΝΤΡΟΠΗ!!!!!

Πυρετός για σινεμά


Λοιπόν σήμερα έχω πυρετό. Όχι πολύ, γύρω στο 38 υπολογίζω, γιατί δεν έχω και θερμόμετρο, αλλά θερμόμετρο και ρολόι είμαι από μόνη μου και ρωτήστε όποιον με ξέρει να σας το πει. Μάλλον την πάτησα λόγω καιρού. Όμως, δεν υπάρχει περίπτωση να το βάλω κάτω. Και στη δουλειά ήρθα, και μια χαρά τα πάω (αν εξαιρέσεις που όλα τα δικόγραφα τα βλέπω σκούρα ροζ) και το πρόγραμμά μου δεν το αλλάζω: Σήμερα έχει σινεμά, πάει και τελείωσε! Θέλω να δω δύο ταινίες: Το "Ο Παράδεισος στη Δύση" και το "Η Σκόνη του Χρόνου". Μήπως έχετε δει κάποια από αυτές; Γιατί δεν ξέρω ποια να διαλέξω, μου φαίνονται εξίσου ενδιαφέρουσες.
Α, πριν δύο Κυριακές, πήγα και είδα στο Village Park το "Πεθαίνω για σένα" με την Ελένη Ράντου. Μου άφησε την εντύπωση ότι η γυναίκα έχει πολλά να δώσει στο ελληνικό σινεμά. Πολύ ωραίες εικόνες, ωραίες ατάκες. Ξεχώρισα δύο:
Σε μια σκηνή, ένας από τους ήρωες λέει στη Ράντου: "Καλά εσύ τι ανάγκη έχεις;"
Κι εκείνη απαντά με ένα βλέμμα γυάλινο που είναι όλα τα λεφτά: "Δεν φαντάζεσαι πόσο πολλή ανάγκη έχω".
Και προς το τέλος της ταινίας, η Ζωή (ο χαρακτήρας που υποδύεται η Ράντου) πετάει το θεϊκό "Κι εγώ πεθαίνω για σένα. Σημασία όμως δεν έχει για ποιον πεθαίνεις, σημασία έχει για ποιον ζεις". Αυτά! Εγώ πάντως θα την ξανάβλεπα, αν και όχι στα Village (πάλι όμως εκεί θα πάω σήμερα). Βρε παιδί μου, είναι λίγο πληκτικές οι αίθουσες εκεί και τόσο εμπορευματοποιημένο το όλο θέαμα που χάνεις τη μαγεία του κινηματογράφου τελικά. Ας όψεται όμως που εκεί μπορείς να δεις όποια ταινία θέλεις σε σχεδόν οποιαδήποτε ώρα. Κι αυτό είναι πολύ βολικό.
Πολλά φιλιά και αν θέλετε, πείτε κι εσείς τη γνώμη σας για να διαλέξω. Φιλιά!

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

Διαύγεια


Σας έχει συμβεί κάποιες ημέρες να νιώθετε μεγαλύτερη πνευματική διαύγεια από όσο συνήθως; Εννοώ, πράγματα που σας μπέρδευαν και σας φαίνονταν δυσνόητα και βουνό, έτσι ξαφνικά να γίνονται μπροστά στα μάτια σας απλά και εύκολα; Μια τέτοια σπάνια μέρα ζω κι εγώ σήμερα. Τείνω να πιστέψω ότι πρόκειται για την ιστορία του κινέζικου μπαμπού, που τόσο ωραία εκθέτει στο μπλογκ της η aspa. Δηλαδή, ότι κάποιες εσωτερικές διεργασίες που είχαν ήδη ξεκινήσει καιρό πριν, βρίσκουν το δρόμο τους και μερικά ζητήματα τακτοποιούνται. Είναι μεγάλη απόλαυση όταν μου συμβαίνει αυτό, με κάνει να νιώθω πιο δυνατή και πιο "Άρχων του Κόσμου" (Stavroula, είχες πολύ δίκιο, είμαι καραψωνάρα). Άσε που νιώθω και μια υπέροχη ηρεμία και μου έχει πετύχει και το κούρεμα, πολύ χαίρομαι. Κατά τα άλλα, κάνει κρύο, δεν μπορώ να εμπνευσθώ τίποτα και βαριέμαι στη δουλειά. Αυτά.


Να ομολογήσω και κάτι. Ανακάλυψα ότι νιώθω στα καλύτερά μου όταν ψάχνω κάτι ενδιαφέρον να σας αναρτήσω και όταν ξετυλίγω το κουβάρι μου γράφοντας είμαι σαν στο σπίτι μου. Μεγάλη διέξοδος το μπλόγκιν τελικά, για χίλιους δύο λόγους!


Να είστε καλά όλοι.


Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2009

Σαν γκράφιτι

Αλλού ντ' αλλού, το παραδέχομαι. Ούτε ιστορία συνέχισα σήμερα, ούτε γράφω για το ωραίο Σάββατο που περάσαμε στα Διονύσια στο Ζάππειο με το Χρυσό ΠιΠι, τον Κακό Λύκο και την Everything53 και που επ' ευκαιρία γνωρίσαμε και τον φίλο συμπλογκίτη George. Επ' αυτού τα έγραψε όλα καταπληκτικά ο Κακός Λύκος. Άλλο θα σας γράψω. Είναι στιχάκια μιας φίλης μου που μου έδωσε την άδεια να τα αναρτήσω και μου θυμίζουν γκράφιτι. Είναι από την εποχή που δεν είχε γνωρίσει ακόμη τον άντρα της.
Έλα
Είμαι έτοιμη
Όλα τα έζησα
Τώρα είμαι έτοιμη
Βιάσου γιατί δεν έχω πολύ
καιρό να αγαπήσω
Δεν ξέρω πώς σας φάνηκε, αλλά ήταν και προφητικό. Δύο μήνες μετά γνώρισε τον Φ., και είναι τώρα περίπου 9 χρόνια μαζί. Φιλιά!

Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2009

Τραγουδάκι

Καταρχήν, ακόμη στο γραφείο είμαι. Μιλάμε για μεγάλη περίπτωση σαπιοσκούληκα η δική μου!
Δεύτερον, αυτό το συγκρότημα κι αυτό το τραγούδι κάτι μου κάνουν, δεν ξέρω γιατί. Για ακούστε κι εσείς να μου πείτε:

Aπαιτώ σεβασμό

Αγαπητά μου παιδιά, νέοι και ηλικιωμένοι, θα ήθελα να σας ενημερώσω ότι από εδώ κι εμπρός θα πρέπει να με αποκαλείτε Κυρία Κοκκινοσκουφίτσα - και το απαιτώ.
Όχι τυχαία βέβαια. Διότι σήμερα πέρασα στη σφαίρα της αθανασίας. Διότι σήμερα, πηγαίνοντας από κτίριο σε κτίριο για να κουλαντρίσω δύο δικαστήρια που είχα στην Ευελπίδων (ναι μέσα στο ψοφόκρυο γαμώτο), έξω από το κτίριο 4 (καλά αυτό δεν έχει πολλή σημασία) με συνέλαβε ο φακός του STAR να διασχίζω ένα διάδρομο. Δεν θα σχολιάσω τίποτα άλλο, μόνο ότι πήρα κι εγώ λάμψη, πέρασα στο πάνθεον των διασημοτήτων, είμαι Κάποια. Πολλά φιλιά. Καλό Σ/Κ. Πάω να ξεκουραστώ από χθες και επειδή βαριέμαι, το παρτ θρι της ιστορίας τη Δευτέρα. Ανυπόμονα παιδιά, έτσι σας καψουρεύω!

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

Θα σας χαιρετήσω να πάω κι εγώ σπιτάκι μου μέρα που είναι με ένα υπέροχο ξεσηκωτικό τραγούδι για να κάνουμε κέφι πριν πάμε να φάμε μέχρι σκασμού.
ΚΑΛΑ ΝΑ ΠΕΡΑΣΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΑΠΟΨΕ! ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ!

Παρτ του (2)

...Το τράνταγμα ήταν τόσο απότομο, που της έκοψε την ανάσα. Κι ύστερα, τίποτα. Σιωπή. Κι ένας λεπτός καπνός που ανέμιζε στο καπό. Κοίταξε δίπλα της, στη θέση του οδηγού, κατατρομαγμένη. Ευτυχώς ο αγαπημένος της φαινόταν να είναι καλά. Μόνο λίγο γρατζουνισμένος. Μετά κοιτάχτηκε η ίδια. Όχι, όλα εντάξει, φαίνεται ότι τη γλίτωσαν. Έτοιμη ήταν να τον ρωτήσει "Τι έγινε;", όταν εκείνος ούρλιαξε "ΓΙΑΤΙ ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ ΔΕΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΑΝ ΟΙ ΑΕΡΟΣΑΚΟΙ; 2000 ΕΥΡΩ ΕΣΚΑΣΑ ΝΑ ΤΟΥΣ ΒΑΛΩ"! Έμεινε να τον κοιτάει με τα μάτια γουρλωμένα. Όταν το παρατήρησε, του φάνηκε τόσο αστείο, που ο θυμός του εξαφανίσθηκε και άρχισε να γελάει δυνατά. Ανακουφισμένη η κοπέλα, έβαλε κι αυτή τα γέλια. Δεν μπορούσαν να σταματήσουν με τίποτα. Όταν κάποτε ηρέμησαν, διαπίστωσαν ότι οι πόρτες τους άνοιγαν κανονικά, έτσι βγήκαν από το αυτοκίνητο για να εξετάσουν τη ζημιά και να δουν αν είχαν κι οι ίδιοι κάποιο πρόβλημα που δεν φαινόταν με την πρώτη ματιά. Τελικά τα πράγματα ήταν καλύτερα από όσο τα υπολόγιζαν. Βέβαια το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου είχε γίνει φυσαρμόνικα, όπως έπεσαν πάνω στο δέντρο, όμως ο κούκλος πίστευε ότι μπορούσε να διορθωθεί. Και αν και ήταν και οι δύο γεμάτοι μώλωπες, και πονούσαν λίγο, δεν υπήρχαν ούτε αίματα, ούτε ανοιχτές πληγές. Ήταν απίστευτα τυχεροί. Όλη την τύχη του κόσμου ένιωθαν ότι εξαργύρωναν εκείνη τη βραδιά. Κατόπιν κοίταξαν γύρω τους για να δουν πού βρίσκονταν ακριβώς και να ειδοποιήσουν την οδική βοήθεια να έρθει να τους μαζέψει.
Υπέροχα ήταν. Πριν το ατύχημα, διέσχιζαν την παραλιακή, γιατί ο κούκλος είχε κάνει κράτηση σε ένα χλιδάτο εστιατόριο - μπαρ πάνω στο κύμα, από εκείνα της μόδας με τη lounge αισθητική, τις ελάχιστες μερίδες και τις πανάκριβες τιμές. Ήθελε πολύ να την εντυπωσιάσει. Ήθελε πολύ να έχουν μέλλον. Το ήξερε πως ήταν ωραίος, του το έδειχναν τα βλέμματα των γυναικών στο δρόμο, στο γυμναστήριο, στο γραφείο (εκεί μάλιστα του το έδειχναν και με άλλους τρόπους), αλλά είχε βαρεθεί να είναι με θηλυκά που δεν είχαν να ανταλλάξουν παρά την ομορφιά τους. Σ' αυτήν είχε δει κάτι άλλο. Ήταν ντροπαλή, όταν την πρωτοπρόσεξε πίσω από το γκισέ της, όταν την κοιτούσαν έντονα χαμήλωνε τα μάτια, αλλά ήταν κι επίμονη. Με τον τρόπο της, διακριτικά, τον πολιορκούσε σθεναρά. Μέρα τη μέρα, βδομάδα τη βδομάδα, μήνα το μήνα, εκείνη ήταν εκεί, παντού όπου κοιτούσε. Χωρίς να λέει πολλά, τυπικά πράγματα, ένα ¨τι κάνεις¨, ένα "πάω για καφέ, μήπως θες να σου φέρω κι εσένα;", όμορφα πράγματα, όμορφες χειρονομίες, εντύπωση του έκανε. Άρχισε να μη βγαίνει από το μυαλό του. Τη σκεφτόταν σε στιγμές άσχετες, όταν έβλεπε κάτι που του τραβούσε την προσοχή, αναρωτιόταν, αν ήταν μαζί, τι θα έκανε, θα χαμογελούσε με γλύκα ή θα τον κοιτούσε σοβαρή σοβαρή; Πώς θα ήταν να ξυπνάει μαζί της, να βγαίνουν, να πηγαίνουν εκδρομές; Όπα, πρόβλημα. Αφού ήταν άντρας ρε, οι άντρες δεν κάνουν έτσι, σαν χαζεμένα λιγούρια. Όχι, δεν γουστάρουν τέτοια οι γυναίκες. Γκόμενους ψάχνουν, με πυγμή, με δύναμη, με ένα "δε-βαριέσαι-καλά θα δούμε" ύφος. Τέτοια θέλουν. Τέτοια θα έκανε κι αυτός. Δεν ήθελε να τη χάσει πριν την βρει πραγματικά. Και έτσι είχε κινηθεί. Όμως κατά βάθος ήξερε πως έτρεμε η ψυχή του μην την ξενερώσει και εξαφανισθεί.
Γι' αυτό είχε ταραχτεί τόσο απόψε. Όταν την είδε να αργεί τόσο να βγει από το σπίτι της, όταν μετά στο αυτοκίνητο καθόταν δίπλα του αμίλητη με εκείνο το παγωμένο, μπλαζέ χαμόγελο σφηνωμένο με βίδες, φοβήθηκε ότι πάει, αυτό ήταν, το είχε ξανασκεφτεί, δεν της έκανε, θα του το ανακοίνωνε, αλλά άλλη μέρα, να μη χάσει και τη γιορτή και το πανηγύρι. Και για να αμυνθεί θύμωσε. "Άλλη μια από τα ίδια κι αυτή μαλάκα". Έτσι σκέφτηκε. Και αποφάσισε να βρει μια δικαιολογία την άλλη ημέρα για να προλάβει να την αφήσει πρώτος. Να μην ξεφτιλιστεί κιόλας. Είπαμε, ήτανε άντρας αυτός, όχι κορόιδο.
Τώρα όμως ... Ρε γαμώτο, τώρα στεκόταν σαν παιδάκι όμορφο δίπλα του και τον κοιτούσε με εκείνα τα ωραία της μάτια γεμάτα παράπονο και γλύκα. Σαν αγγελούδι ήταν. Και πόσο όμορφη, αλλιώτικα όμορφη, διάφανη μέχρι μέσα. Δεν την είχε δει έτσι μέχρι τώρα. Όχι γυναίκα στιλιζαρισμένη και τάχαμου σοφιστικέ, αλλά πλάσμα των παιδικών του χρόνων, σαν τις νεράιδες που του άρεσαν όταν ήταν μικρός και διάβαζε κρυφά μην τον μαλώσει ο πατέρας.
Και το μέρος ήταν απίστευτο. Είχαν τρακάρει κυριολεκτικά σε απόσταση αναπνοής από την παραλία, που ήταν έρημη. Βέβαια, βράδυ Φλεβάρη, ποιος τρελός θα τριγυρνούσε δίπλα στο κύμα; Κι όμως, ήταν τόσο απαλή η αίσθηση, μεταφυσική. Σαν μια νύχτα με αστέρια που τα μετρά κανείς ένα ένα ξαπλωμένος σε μια σαιζλονγκ στην παραλία. Τουλάχιστον αυτός έτσι ένιωθε.
Δεν το ξανασκέφτηκε. Έβγαλε το σακάκι, το πέταξε στο κάθισμα. Μετά γύρισε σε αυτήν, έβαλε τα χέρια του γύρω από τη μέση της και τη ρώτησε "Μου χαρίζετε αυτό το χορό, όμορφη;" Εκείνη τον κοίταξε σαστισμένη. "Πού, εδώ;" του είπε. "Ναι, εδώ. Ωραία νύχτα, δίπλα στη θάλασσα, φεγγαράδα και μια καταπληκτική γυναίκα. Τι άλλο χρειάζεται;" Χαμογέλασε και ήταν το σύνθημα για να λυθεί κι η κοπελιά. Και χόρεψαν. Σφιχτά, σαν να εξαρτιόταν η ζωή τους από αυτό το αγκάλιασμα. Άμα τους ρωτούσε κανείς εκείνη την ώρα, δεν ήξεραν να πουν σε τι ρυθμό, ποια μελωδία, ήξεραν μόνο πως είχαν φτάσει στον προορισμό τους, έναν προορισμό που δεν είχαν ιδέα καν ότι έψαχναν.
Μαγεία. Μαγεία, αυτό σκεφτόταν η ηρωίδα μας. Η ωραιότερη βραδιά της ζωής της...

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2009

Έκτακτο Ανακοινωθέν

Πριν συνεχίσουμε την ιστορία μας, ήθελα να εξηγήσω γιατί από εδώ και πέρα δεν θα υπάρχει το δεύτερο ιστολόγιό μου, οι Κλ.....νιές. Το διέγραψα, διότι τελικά δεν ήμουν έτοιμη να μοιραστώ αυτά που έγραφα εκεί.Και διότι το είχα παραβαρύνει το κλίμα λόγω της άσχημης ψυχικής μου διάθεσης τελευταία. Ευχαριστώ αυτούς που με τίμησαν με την προτίμησή τους και με τα καλά τους λόγια κι εκείνους που είχαν γίνει ήδη αναγνώστες του, ωστόσο η ιδιωτικότητα είναι απολύτως απαραίτητη σε κάποια θέματα και αυτό το διαπίστωσα δυστυχώς εκ των υστέρων. Ζητώ συγνώμη από όσους ταλαιπώρησα με αυτή την αλλαγή, δεν έχει καμία κακή προαίρεση ή απαξίωση για κανέναν, απλώς συνειδητοποίησα ότι χωρίς να είναι αυτή η πρόθεσή μου, έκανα βορά σε κοινή θέα αισθήματα που δεν αφορούσαν μόνο εμένα, αλλά και άλλους ανθρώπους. Και αυτό είναι κάκιστο και βλακωδέστατο εκ μέρους μου. Οπότε από εδώ και μπρος θα συνεχίσουμε να τα λέμε μέσα από το Καλαθάκι, όπως κάναμε μέχρι τώρα, εκτός κι αν μου έρθει καμία καλύτερη ιδέα. Πολλά Φιλιά! Πάω να συνεχίσω τον Άγιο Βαλεντίνο πλας Παρασκευή και 13... Να δούμε τι θα κάνουν κι αυτοί οι έρμοι, θα σωθούν για .....;;;

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

Άγιος Βαλεντίνος: Ήμουν κι εγώ εκεί - Παρασκευή και 13

Ήταν πολύ ευτυχισμένη. Τι ευτυχισμένη; Πετούσε στα σύννεφα! Άμα της έδεναν ένα σχοινάκι στην άκρη του ποδιού, νόμιζε ότι θα πετούσε έτσι για πάντα, σαν ωραίος πολύχρωμος χαρταετός. Επιτέλους, μετά από μήνες, κρυφού στην αρχή, και αργότερα που ξεθάρρεψαν λίγο, πιο αδιάκριτου φλερτ, ο κούκλος συνάδελφος "έπεσε". Κι είχε πέσει πανηγυρικά: εδώ κι ένα μήνα σύννεφο πήγαιναν οι βόλτες, τα κλαμπάκια, τα φιλιά, τα χάδια, τα ολονύχτια τηλεφωνήματα, τα sms και τα e-mail γεμάτα "μου λείπεις", "σε θέλω", "πού θα πάμε μετά; σε σένα ή σε μένα;" όλα όσα συνθέτουν την αρχή μιας επιτυχημένης σχέσης με προοπτική να κρατήσει και να εξελιχθεί σε ιστορία ζωής.
Κι απόψε, η πιο σημαντική στιγμή ενός νεοσύστατου ζευγαριού: η βραδιά του Αγίου Βαλεντίνου! Που εκείνος, γνήσιος ρομαντικός η αγαπούλα της, θέλησε να ξεκινήσει πριν τα μεσάνυχτα της 13ης Φεβρουαρίου, για να τους βρει ο Άγιος αγκαλιά.
Πέντε ώρες της πήρε να ετοιμαστεί εκείνο το απόγευμα της Παρασκευής. Στη δουλειά δεν μπορούσε καθόλου να συγκεντρωθεί, ευτυχώς δούλευαν σε χωριστά τμήματα και έτσι δεν την είδε που ήταν όλη την ώρα σαν χαζοχαρούμενη μαθητριούλα και ζωγράφιζε καρδούλες στην οθόνη. Αλλά είχε τους λόγους της. Ήταν ένα χρόνο μόνη της πριν και θυμόταν τον τελευταίο Βαλεντίνο που είχε περάσει κλεισμένη στο σπίτι, βλέποντας δακρύβρεχτα dvd με τις πυζάμες και τον αρκούδο της τον Πασχάλη αγκαλιά. Επιτέλους, φέτος ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΜΟΝΗ! Θα γιόρταζε κανονικά και ήταν αποφασισμένη να ΦΥΣΑΕΙ!! Δίωρη άδεια από το γραφείο λοιπόν, σπα, μανικιούρ, πεντικιούρ, αποτρίχωση στο επίμαχο σε σχήμα καρδούλα, και μετά κομμωτήριο, μαγαζιά, μακιγιάζ, όλα στην εντέλεια. Και φυσικά κόκκινα εσώρουχα. Της φωτιάς. Κατά τις 10 της είχε πει ότι θα περνούσε να την πάρει κι αυτή στις οκτώμισι ήταν έτοιμη και καμάρωνε και ταυτόχρονα μιλούσε και με την κολλητή στο τηλέφωνο. Από την άλλη άκρη του ακουστικού η φιλενάδα ακουγόταν χαρούμενη, αλλά καταλάβαινε αυτή ότι στη φωνή της η ζήλια ήταν ολοφάνερη. Βλέπεις, εκείνη θα την έβγαζε με dvd το βράδυ...
10 παρά 2 άκουσε το κλάξον. Ήταν Αυτός! Πήρε τα κλειδιά της, τα έριξε μέσα στον κομψό μικρό φάκελό της και όλο λαχτάρα έτρεξε προς την πόρτα. Μόνο που δεν πρόσεξε και όπως έτρεχε, σκόνταψε το τακούνι της πάνω στην μακριά μαύρη εσάρπα που τύλιγε το λαιμό της και μπουφ! πάρτην κάτω να σκορπάει πάνω στα κρύα πλακάκια. Είδε πολλά μικρά αστράκια, άλλα κίτρινα, άλλα ροζ, που χόρευαν τόσο χαριτωμένα πάνω στο κούτελό της. Έκανε μια προσπάθεια και μπόρεσε να ανασηκωθεί και να σταθεί όρθια. Όμως όλα συνέχισαν να γυρίζουν και αρπάχτηκε από όπου βρήκε μπροστά της για να κρατηθεί. Το όπου βρήκε μπροστά της ήταν ο καθρέφτης στο έπιπλο που βρισκόταν στο χωλ της, πάνω στον οποίο κουτούλησε με φόρα. Μόλις σήκωσε τα μάτια της στο είδωλό της, είδε μέσα στο ραγισμένο γυαλί μια τεράστια πληγή πάνω από το αριστερό της μάτι, που ήδη ανάβλυζε αίμα. Δεν πειράζει, σκέφτηκε, θα πάω στο μπάνιο να φρεσκαριστώ. Με αργά τρεμάμενα βήματα, σύρθηκε ως το μπάνιο με τα φλας να αναβοσβήνουν γύρω της απανωτά. Παρόλα αυτά, πλύθηκε, καθάρισε το πρόσωπό της καλά καλά, κι έβαλε μπόλικο μέικ απ και κονσίλερ για να κρύψει τα σημάδια από τα κατορθώματά της. Έπειτα με το κεφάλι χαμηλά, για να μην ξανασκοντάψει, έφτασε στην έξοδο και βγήκε από το σπίτι της. Ο κούκλος μέσα στο αυτοκίνητο περίμενε ήδη τρία τέταρτα και είχε αρχίσει να ξενερώνει. Σκεφτόταν ότι η γκόμενα μάλλον ήταν πολύ "ντίβα", ότι τον τσίτωνε για να τον καψουρέψει κι αυτό δεν του πολυάρεσε. Αλλά, ένεκα και η ημέρα, θα έδινε μια ευκαιρία ακόμη, τον Βαλεντίνο του μέσα! Που αν δεν ψοφούσαν οι γυναίκες για κάτι τέτοια, ούτε που θα έμπαινε ποτέ στην διαδικασία να βγει έξω μια νύχτα με τέτοιο κρύο και κίνηση. Σπιτάκι του θα καθόταν, να βλέπει dvd, τον 5ο κύκλο του Lost κατά προτίμηση.
Η κοπέλα μπήκε στο αμάξι και φίλησε τον καλό της στο μάγουλο. Ο πόνος στο κεφάλι της στο μεταξύ γινόταν όλο και πιο πολύς και βούιζαν τα αυτιά της, τι να πει όμως; Σε παρακαλώ, πήγαινέ με στο νοσοκομείο, είμαι πανηλίθια και χτύπησα όταν έτρεχα να σε δω; όχι η πανηλίθια, ντρεπόταν να πει το παραμικρό, μην την περάσει και ο κούκλος για καμιά λιμάρα, κι έτσι προτίμησε να κάθεται στη θέση του συνοδηγού αμίλητη και χαμογελώντας σαν ψεύτικη Μπάρμπι. Αυτό άρχισε να του σπάει τα νεύρα του κούκλου "Τι διάολο, περίοδο έχει και συμπεριφέρεται έτσι κουλά σήμερα;" σκεφτόταν και όλο και γυρνούσε να την κοιτάξει, στην αρχή με απορία, στο τέλος για να δει κι αν αναπνέει δηλαδή ή έπαθε τίποτα και τη μαζεύει από το κάθισμα με συμφόρηση κι έχει να εξηγεί και σε αστυνομίες και γονικά, και τι να εξηγεί δηλαδή; Κύριοι, η κοπέλα έσκασε από την πολλή χαρά; Όχι όμως, η κυρία ανέπνεε και χαμογελούσε ακόμη ράθυμα. Σαν τον Βούδα. Μες την χαρά και τη μουγκαμάρα. Ο άντρας συνέχιζε να γκαζώνει κυριολεκτικά και μεταφορικά και έτσι σε κάποια στιγμή που ήταν αφηρημένος, του πετάχτηκε ένα δέντρο μέσα στη μέση του δρόμου και κρατς!! το ωραίο του το τσίλικο αυτοκινητάκι, που ακόμη δεν είχε προλάβει να πληρώσει πέντε δόσεις, τσακίστηκε!!!!
(Η συνέχεια αύριο, γιατί το σεντόνι έγινε τεραααααστιο. Πάντως έπρεπε να αρχίσω να εξοφλώ το χρέος από την υπόσχεσή μου). Πολλά φιλιά

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

Mέσα από την καρδιά μου

Έψαχνα αυτή την εβδομάδα να βρω κάτι όμορφο και τρυφερό να σας γράψω για να ταιριάζει με εσάς και να εκφράζει ακριβώς τα αισθήματά μου για όλους σας, που τόσο με βοηθήσατε τις τελευταίες ημέρες να δω τον κόσμο ζωηρότερο. Κατέληξα σε αυτό, αν και είναι κατεξοχήν ερωτικό κομμάτι, γιατί δυο του στίχοι τα λένε όλα καλύτερα από εμένα. Και είναι τούτο εδώ
Μακάρι να ναι η καρδιά μου ρόδι τυχερό
να στο χαρίσω να στάζει αγάπη ένα σωρό
Σας χαρίζω την καρδιά μου και μακάρι να είναι για σας ρόδι τυχερό και να στάζει αγάπη ένα σωρό. Σας την κάνω δώρο με μεγάλη μου χαρά, τιμή και υπερηφάνεια. Μου απλώσατε το χέρι σας, στρέψατε σε εμένα τα αυτιά και τα μάτια σας όταν το χρειαζόμουν, μου δώσατε τα λόγια και τη σκέψη σας, χωρίς αντάλλαγμα και χωρίς κέρδος. Και εδώ και κάποιους μήνες μου δώσατε βήμα κι αφορμή για να ξεδιπλώνω τον κόσμο μου και να μαθαίνω από τον δικό σας. Μου υπενθυμίζετε καθημερινά να γελάω και να σκέφτομαι, να μην είμαι επιφυλακτική και απαισιόδοξη. Nιώθω ότι η παρουσία σας είναι μια εγγύηση ότι υπάρχει πολύ καλό στη ζωή ακόμη (ευτυχώς!). Σας ευχαριστώ όλους έναν έναν και ελπίζω να είστε πάντα καλά. Καλή συνέχεια.
Υ.Γ. (Αφού σκούπισα τα ματάκια μου) Να μην ξεχάσω. Αύριο φοβερή και τρομερή ανάρτηση με θέμα "Παρασκευή και 13"... πλας αφιέρωμα στον Άγιο Βαλεντίνο... και πώς συνδυάζονται μεταξύ τους....

Η εκδοχή του ΠιΠιού

Άνευ άλλων σχολίων, σας παρουσιάζω την διασκευή που έκανε το Χρυσό ΠιΠι πάνω στη δική μου διασκευή του παραμυθιού της Κοκκινοσκουφίτσας. Μιλάμε για πολύ γέλιο!!!
"Το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας (από την Κοκκινοσκουφίτσα)
Μια φορά κι έναν καιρό, στην άκρη ενός πυκνού δάσους, σε ένα σπιτάκι με μεγάλους φεγγίτες και κεραμίδια στη σκεπή, τζακούσι , bbq και πισίνα στην αυλή, ζούσε μια μαμά με το κοριτσάκι της, ένα πολύ όμορφο ξανθό παιδάκι με γλυκά γαλανά μάτια. Από τότε που γεννήθηκε, η μανούλα της χαιρόταν να την ντύνει με κόκκινο χρώμα, που της πήγαινε πολύ, μάλιστα της είχε αγοράσει από το Harrod's στις εκπτώσεις και μια κόκκινη μπέρτα με σκουφάκι που της της φορούσε συχνά και γι' αυτό όλοι φώναζαν το κοριτσάκι Κοκκινοσκουφίτσα.
Η γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας ζούσε μόνη της βαθιά μέσα στο σκοτεινό δάσος, αλλά η ανηψιά της που την αγαπούσε πολύ πήγαινε πολλές φορές να τη δει να της πάει φαγητό και να πάρει χαρτζηλίκι. Βέβαια όλο αυτό ήταν πρόσχημα, γιατί οι κυριακάτικες βόλτες σήμαιναν ένα μόνο πράγμα. Βόλτα με τη Υamaha γουρούνα του κοντορεβυθούλη. Έτσι και μια Κυριακή, η μαμά της της ετοίμασε ένα καλαθάκι γεμάτο με λιχουδιές που άρεσαν στη γιαγιά. Την έντυσε με την κόκκινη μπέρτα, της έδωσε το καλαθάκι, τη φίλησε και της υπενθύμισε ότι δεν πρέπει να σταματάει στη διαδρομή και να έχει τα μάτια της δεκατέσσερα μέχρι να φτάσει στο σπίτι της γιαγιάς, γιατί στο δάσος κυκλοφορούν παράξενα πλάσματα Εντάξει μανούλα", είπε το κοριτσάκι και ξεκίνησε. Ομως η μέρα ήταν ωραία και ο κοντορεβυθούλης με τη γουρούνα είχε όρεξη για περιπλάνηση στο δάσος. Ηθελε να δείξει στην Κοκκινοσκουφίτσα τί μπορούσε να κάνει η γουρούνα που είχε ακριβοπληρώσει. Η Κοκκινοσκουφίτσα τρελή από ευτυχία και τον αέρα που της χάιδευε το πρόσωπο Δεν καταλάβαινε πώς περνούσε η ώρα, είχε ξεχάσει σχεδόν και πού βρισκόταν, όταν άκουσε ένα σφύριγμα και μια φωνή πίσω από τον ώμο της "Πού πηγαίνει το όμορφο κοριτσάκι με τα κόκκινα πάνω στην γουρούνα; Δεν έχει μάθει ότι δεν τρέχουμε με μεγάλη ταχύτητα στο δάσος?". Η Κοκκινοσκουφίτσα γύρισε και έριξε μια ματιά σε εκείνον που την καλούσε. Δεν είχε ξαναδει τέτοιο πλάσμα από κοντά, όμως η μανούλα της της είχε δειξει μια εικόνα στο internet και αναγνώρισε έτσι ότι απέναντί της στεκόταν ένας λύκος. Κράτησε λοιπόν μια επιφύλαξη, αφού όλοι ξέρουν ότι οι λύκοι είναι πονηροί, έτσι δεν είναι;
Όμως αυτός εδώ ο Λύκος δεν φαινόταν κακός. Χαμογελούσε και της μιλούσε γλυκά. Και είπε να το ρισκάρει "Γεια σας" του είπε, "είμαι η Κοκκινοσκουφίτσα και πηγαίνω να δω τη γιαγιά μου που μένει εδώ στο δάσος" "Αλήθεια; τι καλή εγγονούλα, της απάντησε ο Λύκος, και τι έχεις στο καλάθι σου;" "Είναι φαγητό για τη γιαγιάκα μου. Βλέπετε κύριε, μένει μόνη της". "Τι τραγικό" είπε ο Λύκος. "Καλή συνέχεια λοιπόν κοριτσάκι μου. Χάρηκα πολύ που σε γνώρισα" και πριν προλάβει η Κοκκινοσκουφίτσα να καταλάβει κάτι, ο Λύκος είχε εξαφανισθεί. "Παράξενο, είπε το κοριτσάκι, τελικά δεν πρέπει να τα πιστεύουμε όλα όσα διαβάζουμε. Τι καλός λύκος!" Έπειτα΄συνέχισε το δρόμο της.
Στο μεταξύ, ο Λύκος τι είχε σκαρφιστεί; ήξερε ένα μονοπάτι για να κόψει δρόμο προς τα εκεί που του είχε δείξει το κοριτσάκι ότι ήταν το σπίτι της γιαγιάς. Πραγματικά, μετά από λίγη ώρα είχε φτάσει στης γιαγιάς, πολύ πριν την Κοκκινοσκουφίτσα. Χτύπησε την πόρτα και σε λίγο φάνηκε στην πόρτα μια γλυκιά γιαγιούλα με τη ρόμπα και το σάλι της τυλιγμένο γύρω της. Δεν έβλεπε και πολύ καλά από τα χρόνια και επειδή δεν αναγνώρισε το Λύκο στο κατώφλι, ρώτησε "Ποιος είστε παρακαλώ;" "Ο ΛΥΚΟΣ!!!!" φώναξε ο αλητήριος και μέχρι να πει κανείς "κίμινο" αρπάζει τη γιαγιά και κλαπ! την κατάπιε ολόκληρη! Μετά έτριψε την κοιλιά του, μισοχορτασμένος. Έπειτα, αφού έριξε έναν ξεγυρισμένο ύπνο στο κρεβάτι της γιαγιάς, άνοιξε την ντουλάπα της, φόρεσε δικά της ρούχα, τα γυαλάκια της και ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι για να περιμένει τη νόστιμη (κυριολεκτικά) μικρή εγγονή.
Σε λιγάκι έφτασε και η Κοκκινοσκουφίτσα στο σπίτι της γιαγιάς. Βρήκε την πόρτα ανοιχτή, ανησύχησε και μπήκε γρήγορα μέσα. Όμως, ευτυχώς, στο κρεβάτι είδε τη γιαγιά της. Ουφ! όμως, για στάσου, κάπως παράξενη ήταν η γιαγιά. Πλησίασε πιο κοντά:
-Γιαγιά, εγώ είμαι. Σου έφερα φαγητό. Τι κάνεις; Είσαι καλά;
- Ναι, κοριτσάκι μου, είπε με ψεύτικη φωνή ο Λύκος από το κρεβάτι.
-Γιαγιά, μου φαίνεσαι περίεργη. Τα μάτια σου... μοιάζουν τόσο μεγάλα. Γιατί έχεις τόσο μεγάλα μάτια σήμερα γιαγιά;
-Για να σε βλέπω καλύτερα, κοριτσάκι μου, απάντησε ο Λύκος
-Και τα αυτιά σου, γιαγιά. Τι μεγάλα αυτιά που έχεις!
- Είναι για να σε ακούω καλύτερα, εγγονούλα μου
-Πω πω γιαγιά και τι τεράστιο στόμα που έχεις!
-ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΦΑΩ ΚΑΛΥΤΕΡΑ!! φώναξε ο Λύκος, και τσαφ! πετάγεται από το κρεβάτι και καταπίνει και το κοριτσάκι αμάσητο! δυο γενιές είχε ξεκληρίσει από το πρωί ο άτιμος! Έπειτα πια, αφού δεν βρήκε Περιέ, ρεύτηκε δυο τρεις φορές κι έπεσε για ύπνο.
Όμως ... όμως τα πράγματα άρχισαν να γίνονται σκούρα για τον κακό Λύκο. Από το πολύ βάρος που είχε στο στομάχι του, δεν μπορούσε να κοιμηθεί και ένιωθε και δυσφορία. Επιπλέον, το κρεβάτι της γιαγιάς ήταν φτιαγμένο στα μέτρα μιας μικροκαμωμένης γυναίκας, πώς να χωρέσει ένας λύκος μέχρι εκεί πάνω; Στριφογύριζε, φούσκωνε, ξεφούσκωνε, δεν μπορούσε να πάρει ανάσα σχεδόν, δεν μπορούσε να βολευτεί. το χειρότερο όμως ήταν, ότι όσο περνούσε η ώρα και συνειδητοποιούσε πού τον είχε οδηγήσει η λαιμαργία του, αισθανόταν όλο και πιο άσχημα. "Τι έκανα;" άρχισε να σκέφτεται τώρα ο Λύκος "Γιατί έφαγα αυτή την καλή γιαγιούλα και το γλυκό κοριτσάκι; Τι μου έφταιξαν; Και που είμαι λύκος, τι; Έπρεπε να τις φάω; Μήπως δεν μπορούσα να πάω σε καντίνα να φάω κανένα βρώμικο; Δεν θα αργούσα τόσο να χωνέψω και θα είχα και ήσυχη τη συνείδηση μου!". Κι όσο τα σκεφτόταν αυτά ο Λύκος, τόσο οι τύψεις τον έσφαζαν και τα δάκρυα άρχισαν να σταλάζουν στα λυκίσια μάγουλά του. Ώσπου, δεν άντεξε άλλο. Έπρεπε κάτι να κάνει. Με κόπο έσυρε το χέρι του μέχρι το διπλανό κομοδίνο, όπου η γιαγιά είχε το τηλέφωνό της. Με το τελευταίο κουράγιο που του είχε απομείνει, κάλεσε το 11880 και τους ζήτησε ασθενοφόρο. Σε χρόνο dt (κι από αυτό καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για παραμύθι) ένα κίτρινο ασθενοφόρο ήρθε και παρέλαβε τον Λύκο. Ύστερα τον πήγαν αμέσως στο νοσοκομείο, όπου του έκαναν μια γερή πλύση στομάχου και ω του θαύματος! ξεπατάχτηκαν από μέσα του πρώτα η Κοκκινοσκουφίτσα και μετά η γιαγιά, ολοζώντανες και ολόγερες! Τι χαρά ήταν αυτή! Και να οι αγκαλιές, και να τα φιλιά και να οι χοροί! Ο Λύκος δικαιολογήθηκε ότι τις έφαγε για την φουκαριάρα τη μάνα του, που είχε βαρεθεί να βάζει τσουκάλι και να του μαγειρεύει. Και τον συγχώρεσαν τον Λύκο οι ηρωίδες μας, γιατί κατάλαβαν ότι κατά βάθος ήταν καλή ψυχή και ότι η ανεργία και η άτιμη παλιοκενωνία που άλλους τους ανεβάζει και άλλους του κατεβάζει στα Τάρταρα, έφταιγε που τις έφαγε. Και έκαναν κι ένα γλέντι τρικούβερτο στο σπίτι της γιαγιάς για να το γιορτάσουν. Κι από τότε, ο Λύκος κάθε Κυριακή ήταν καλεσμένος για φαγητό στης γιαγιάς με την Κοκκινοσκουφίτσα και τη μαμά της.
Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα
ΔΙ ΕΝΤ"

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2009

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ ΜΟΥ!!!!!

Παραμυθάκι

Φίλοι μπλόγκερς, καλησπέρα! Σήμερα θα απολαύσετε (τατααααν!!!) το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας όπως το διηγήθηκα στην 4μηνη ανηψούδα μου, προς αποφυγή δημιουργίας ψυχικών τραυμάτων στο νήπιο. Διαβάστε όσο έχετε αντοχή, γιατί σας προειδοποιώ είναι τεράστιο ποστ.
Το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας (από την Κοκκινοσκουφίτσα)
Μια φορά κι έναν καιρό, στην άκρη ενός πυκνού δάσους, σε ένα σπιτάκι με μεγάλους φεγγίτες και κεραμίδια στη σκεπή, ζούσε μια μαμά με το κοριτσάκι της, ένα πολύ όμορφο ξανθό παιδάκι με γλυκά γαλανά μάτια. Από τότε που γεννήθηκε, η μανούλα της χαιρόταν να την ντύνει με κόκκινο χρώμα, που της πήγαινε πολύ, μάλιστα της είχε ράψει και μια κόκκινη μπέρτα με σκουφάκι που της της φορούσε συχνά και γι' αυτό όλοι φώναζαν το κοριτσάκι Κοκκινοσκουφίτσα.
Η γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας ζούσε μόνη της βαθιά μέσα στο σκοτεινό δάσος, αλλά η ανηψιά της που την αγαπούσε πολύ πήγαινε πολλές φορές να τη δει και να της πάει και φαγητό. Έτσι και μια Κυριακή, η μαμά της της ετοίμασε ένα καλαθάκι γεμάτο με λιχουδιές που άρεσαν στη γιαγιά. Την έντυσε με την κόκκινη μπέρτα, της έδωσε το καλαθάκι, τη φίλησε και της υπενθύμισε ότι δεν πρέπει να σταματάει στη διαδρομή και να έχει τα μάτια της δεκατέσσερα μέχρι να φτάσει στο σπίτι της γιαγιάς, γιατί στο δάσος κυκλοφορούν παράξενα πλάσματα.
¨Εντάξει μανούλα", είπε το κοριτσάκι και ξεκίνησε. Όμως η μέρα ήταν ωραία και φωτεινή, το δάσος ήταν γεμάτο ευωδιές και χρώματα, τα πουλάκια κελαηδούσαν πάνω στα κλαδιά των δέντρων και υπέροχα λουλουδάκια γέμιζαν τον τόπο γύρω από την Κοκκινοσκουφίτσα. Έτσι εκείνη σταματούσε κάθε λίγο πότε για να θαυμάσει τον ήλιο, πότε για να μυρίσει ένα μοσκομυριστό ανθό. Δεν καταλάβαινε πώς περνούσε η ώρα, είχε ξεχάσει σχεδόν και πού βρισκόταν, όταν άκουσε μια φωνή πίσω από τον ώμο της "Πού πηγαίνει το όμορφο κοριτσάκι με τα κόκκινα;". Η Κοκκινοσκουφίτσα γύρισε και έριξε μια ματιά σε εκείνον που την καλούσε. Δεν είχε ξαναδει τέτοιο πλάσμα από κοντά, όμως η μανούλα της της είχε δειξει μια εικόνα σε ένα βιβλίο και αναγνώρισε έτσι ότι απέναντί της στεκόταν ένας λύκος. Κράτησε λοιπόν μια επιφύλαξη, αφού όλοι ξέρουν ότι οι λύκοι είναι πονηροί, έτσι δεν είναι;
Όμως αυτός εδώ ο Λύκος δεν φαινόταν κακός. Χαμογελούσε και της μιλούσε γλυκά. Και είπε να το ρισκάρει "Γεια σας" του είπε, "είμαι η Κοκκινοσκουφίτσα και πηγαίνω να δω τη γιαγιά μου που μένει εδώ στο δάσος" "Αλήθεια; τι καλή εγγονούλα, της απάντησε ο Λύκος, και τι έχεις στο καλάθι σου;" "Είναι φαγητό για τη γιαγιάκα μου. Βλέπετε κύριε, μένει μόνη της". "Τι τραγικό" είπε ο Λύκος. "Καλή συνέχεια λοιπόν κοριτσάκι μου. Χάρηκα πολύ που σε γνώρισα" και πριν προλάβει η Κοκκινοσκουφίτσα να καταλάβει κάτι, ο Λύκος είχε εξαφανισθεί. "Παράξενο, είπε το κοριτσάκι, τελικά δεν πρέπει να τα πιστεύουμε όλα όσα διαβάζουμε. Τι καλός λύκος!" Έπειτα΄συνέχισε το δρόμο της.
Στο μεταξύ, ο Λύκος τι είχε σκαρφιστεί; ήξερε ένα μονοπάτι για να κόψει δρόμο προς τα εκεί που του είχε δείξει το κοριτσάκι ότι ήταν το σπίτι της γιαγιάς. Πραγματικά, μετά από λίγη ώρα είχε φτάσει στης γιαγιάς, πολύ πριν την Κοκκινοσκουφίτσα. Χτύπησε την πόρτα και σε λίγο φάνηκε στην πόρτα μια γλυκιά γιαγιούλα με τη ρόμπα και το σάλι της τυλιγμένο γύρω της. Δεν έβλεπε και πολύ καλά από τα χρόνια και επειδή δεν αναγνώρισε το Λύκο στο κατώφλι, ρώτησε "Ποιος είστε παρακαλώ;" "Ο ΛΥΚΟΣ!!!!" φώναξε ο αλητήριος και μέχρι να πει κανείς "κίμινο" αρπάζει τη γιαγιά και κλαπ! την κατάπιε ολόκληρη! Μετά έτριψε την κοιλιά του, μισοχορτασμένος. Έπειτα, αφού έριξε έναν ξεγυρισμένο ύπνο στο κρεβάτι της γιαγιάς, άνοιξε την ντουλάπα της, φόρεσε δικά της ρούχα, τα γυαλάκια της και ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι για να περιμένει τη νόστιμη (κυριολεκτικά) μικρή εγγονή.
Σε λιγάκι έφτασε και η Κοκκινοσκουφίτσα στο σπίτι της γιαγιάς. Βρήκε την πόρτα ανοιχτή, ανησύχησε και μπήκε γρήγορα μέσα. Όμως, ευτυχώς, στο κρεβάτι είδε τη γιαγιά της. Ουφ! όμως, για στάσου, κάπως παράξενη ήταν η γιαγιά. Πλησίασε πιο κοντά:
-Γιαγιά, εγώ είμαι. Σου έφερα φαγητό. Τι κάνεις; Είσαι καλά;
- Ναι, κοριτσάκι μου, είπε με ψεύτικη φωνή ο Λύκος από το κρεβάτι.
-Γιαγιά, μου φαίνεσαι περίεργη. Τα μάτια σου... μοιάζουν τόσο μεγάλα. Γιατί έχεις τόσο μεγάλα μάτια σήμερα γιαγιά;
-Για να σε βλέπω καλύτερα, κοριτσάκι μου, απάντησε ο Λύκος
-Και τα αυτιά σου, γιαγιά. Τι μεγάλα αυτιά που έχεις!
- Είναι για να σε ακούω καλύτερα, εγγονούλα μου
-Πω πω γιαγιά και τι τεράστιο στόμα που έχεις!
-ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΦΑΩ ΚΑΛΥΤΕΡΑ!! φώναξε ο Λύκος, και τσαφ! πετάγεται από το κρεβάτι και καταπίνει και το κοριτσάκι αμάσητο! δυο γενιές είχε ξεκληρίσει από το πρωί ο άτιμος! Έπειτα πια, ρεύτηκε δυο τρεις φορές κι έπεσε για ύπνο.
Όμως ... όμως τα πράγματα άρχισαν να γίνονται σκούρα για τον κακό Λύκο. Από το πολύ βάρος που είχε στο στομάχι του, δεν μπορούσε να κοιμηθεί και ένιωθε και δυσφορία. Επιπλέον, το κρεβάτι της γιαγιάς ήταν φτιαγμένο στα μέτρα μιας μικροκαμωμένης γυναίκας, πώς να χωρέσει ένας λύκος μέχρι εκεί πάνω; Στριφογύριζε, φούσκωνε, ξεφούσκωνε, δεν μπορούσε να πάρει ανάσα σχεδόν, δεν μπορούσε να βολευτεί. το χειρότερο όμως ήταν, ότι όσο περνούσε η ώρα και συνειδητοποιούσε πού τον είχε οδηγήσει η λαιμαργία του, αισθανόταν όλο και πιο άσχημα. "Τι έκανα;" άρχισε να σκέφτεται τώρα ο Λύκος "Γιατί έφαγα αυτή την καλή γιαγιούλα και το γλυκό κοριτσάκι; Τι μου έφταιξαν; Και που είμαι λύκος, τι; Έπρεπε να τις φάω; Μήπως δεν μπορούσα να πάω σε καντίνα να φάω κανένα βρώμικο; Δεν θα αργούσα τόσο να χωνέψω και θα είχα και ήσυχη τη συνείδηση μου!". Κι όσο τα σκεφτόταν αυτά ο Λύκος, τόσο οι τύψεις τον έσφαζαν και τα δάκρυα άρχισαν να σταλάζουν στα λυκίσια μάγουλά του. Ώσπου, δεν άντεξε άλλο. Έπρεπε κάτι να κάνει. Με κόπο έσυρε το χέρι του μέχρι το διπλανό κομοδίνο, όπου η γιαγιά είχε το τηλέφωνό της. Με το τελευταίο κουράγιο που του είχε απομείνει, κάλεσε το 166 και τους εξήγησε τι είχε συμβεί. Σε χρόνο dt (κι από αυτό καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για παραμύθι) ένα κίτρινο ασθενοφόρο ήρθε και παρέλαβε τον Λύκο. Ύστερα τον πήγαν αμέσως στο νοσοκομείο, όπου του έκαναν μια γερή πλύση στομάχου και ω του θαύματος! ξεπατάχτηκαν από μέσα του πρώτα η Κοκκινοσκουφίτσα και μετά η γιαγιά, ολοζώντανες και ολόγερες! Τι χαρά ήταν αυτή! Και να οι αγκαλιές, και να τα φιλιά και να οι χοροί! Και τον συγχώρεσαν τον Λύκο οι ηρωίδες μας, γιατί κατάλαβαν ότι κατά βάθος ήταν καλή ψυχή και ότι η φύση του η παρορμητική έφταιγε που τις έφαγε. Και έκαναν κι ένα γλέντι τρικούβερτο στο σπίτι της γιαγιάς για να το γιορτάσουν. Κι από τότε, ο Λύκος κάθε Κυριακή ήταν καλεσμένος για φαγητό στης γιαγιάς με την Κοκκινοσκουφίτσα και τη μαμά της.
Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα
ΔΙ ΕΝΤ

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2009

Αντέχετε λίγο ακόμα;

Σε συνέχεια του αφιερώματος στις κλαψο ...... ές (Κατερίνα, λέω να φτιάξω μπλογκ με αυτό τον τίτλο, θα δούμε):
Εχθές Κυριακή που έκανα εκκαθάριση στα συρτάρια και τα κουτιά μου (και δεν είναι και λίγα), έπεσα πάνω σε μια κιτρινισμένη σελίδα που είχα δακτυλογραφήσει σε γραφομηχανή παρακαλώ. Το πρωτότυπο χειρόγραφο το βρήκα σε άλλο συρτάρι υπογεγραμμένο με τρία θαυμαστικά και μια καρδούλα από μένα, με ημερομηνία 4/5/1997 (!). Διαβάστε το αν θέλετε. Είναι δική μου προσωπική κατάθεση. Το αναρτώ για δύο λόγους: για να θυμάμαι την καλή πλευρά του έρωτα και γιατί μέρες που είναι (πλησιάζει του Αγίου Βαλεντίνου, για όσους τη γιορτάζουν τη μέρα) είναι επίκαιρο. Λεπτομέρεια: γράφτηκε 7 η ώρα το πρωί απνευστί, μετά από ένα νυχτερινό όνειρο που έμοιαζε ολοζώντανο, για να μη χάσω την αίσθησή του. Στην κρίση σας:
Ονειρεύτηκα χθες βράδυ ότι με φίλησες
Και ήταν το φιλί σου
όπως πάντα ήξερα ότι θα είναι
γλυκό κελαρυστό νερό από πηγή
ζεστό και απαλό άγγιγμα περιστεριού
στα χείλη μου που βάφτηκαν ρόδινα
Δεν μίλησα δεν είπα τίποτα
Βυθίστηκα μόνο αργά στην ομίχλη
που μ' έκλεισαν τα χέρια σου
χωρίς πια να σκεφτώ
Έμεινα να ανασαίνω την ανάσα σου
με αγωνία, με απληστία
φυλαχτό για να μη φύγεις
Ξύπνησα τότε και σε αναζήτησα
δίπλα στο μαξιλάρι μου
χορτασμένη από ζωή και αγάπη
μα δεν μπορούσα να σε βρω
Πόσο ανόητη ήμουν
τα όνειρα δεν είναι από σάρκα
είναι από σύννεφα πολύχρωμα
και δεν αντέχουν την αλήθεια και το φως
Εσύ δεν ήσουν ποτέ εκεί που σε θυμόμουν
μόνο τα μάγια από το φιλί
που μου έδωσες χωρίς να δώσεις
Ας είναι, το πιστεύω
ΗΤΑΝ ΚΙ ΑΥΤΗ ΜΙΑ ΕΥΛΟΓΙΑ
Πώς σας φάνηκε; Μήπως η παγκόσμια λογοτεχνία έχασε ένα λαμπρό άστρο; Ή απλώς άμα ερωτεύομαι να σταματάω το LSD;
ΥΓ. Θα ακολουθήσουν δύο αναρτήσεις. Μία για εσάς που με το μαγικό και άμεσο τρόπο σας τρέξατε να με βοηθήσετε, αλλά δεν θέλω να είναι πρόχειρη, θέλω να αντανακλά ακριβώς τι σκέφτομαι και αισθάνομαι για εσάς. Και άλλη μία για την παραλλαγή του παραμυθιού της Κοκκινοσκουφίτας, όπως τη διηγήθηκα στην 4μηνη ανηψιά μου (σε προηγούμενη ανάρτηση) για να μην αποκτήσει το νήπιο ψυχολογικά τραύματα, για να σας ανταποδώσω λίγη από τη χαρά και το γέλιο που μου προσφέρατε απλόχερα. Το μπι κοντίνιουντ λοιπόν!

Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009

Κλειστόν

Σήμερα το μαγαζί θα μείνει κλειστό λόγω ξενυχτιού, αλκοόλ και πολλών μουσκεμένων μαντηλιών. Αν θέλετε, περάστε από εδώ και αφήστε μου κάτι, ό,τι εσείς νομίζετε: ανέκδοτο (θέλω πολύ να γελάσω λίγο), σχόλιο για όποιο θέμα σας αρέσει, λίγα λόγια τελοσπάντων. Κάντε το παιδική χαρά. Ζωγραφίστε και γκράφιτι αν μπορείτε. Έχω ανάγκη από ανθρώπους αυτή τη στιγμή. Έχω ανάγκη να νιώσω ότι ο κόσμος δεν είναι εχθρικός. Και κυρίως να νιώσω ότι δεν είμαι ένα τίποτα. Ότι τα λάθη μου δεν με κάνουν ένα τίποτα. Ευχαριστώ πολύ.
Είχα πει ότι δεν θα γράψω τίποτα σήμερα εδώ, γιατί δεν ήθελα να φτάσει παραέξω. Όμως εδώ μέσα είναι το βασίλειό ΜΟΥ, το σπίτι ΜΟΥ, και δεν θα λογοκρίνομαι μόνη μου, για να μη δίνω την εντυπωση της Κατίνας. Λυπάμαι παίδες, αλλά πονάω πολύ.
Στην κανονική ροή προγράμματος θα επιστρέψουμε σύντομα. Τώρα απλώς ξεσπάμε. Τεράστια φιλιά σε όλους σας!
Α, και πού είστε, δεν νιώθω αδυναμία και κενό που θέλω να μου καλύψετε γιατί μόνη μου δεν τα βγάζω πέρα. Φίλους θέλω. Τόσο απλά. Να νιώσω λίγη αγάπη. Χωρίς να χρειάζεται να αποδείξω ότι την αξίζω. Και δεν ντρέπομαι γι' αυτό. Γιατί σας νιώθω φίλους μου.

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2009

Η Συγνώμη είναι όμορφη λέξη και ομορφότερη ουσία

Σκέφτομαι πολύ σήμερα το θέμα της συγχώρεσης και μαζί με αυτό και πολλά άλλα σχετικά θέματα. Αφορμή στάθηκε μια συζήτηση που έκανα χθες με την λατρεμένη ξαδέλφη - μάνα της πολυλατρεμένης μου ανηψιάς - προσωπική μου τσιρλίντερ/φαν κλαμπ (και την ευχαριστώ δημοσίως για αυτό, η αγάπη της με βγάζει πέρα σε όλα τα δύσκολα όταν κανείς άλλος δεν είναι δίπλα μου). Μιλούσαμε για το πώς κάποιες φορές όταν ξεκινάμε από αρνητική αφετηρία, έχοντας δηλαδή κατά νου το χειρότερο για τις προθέσεις του ατόμου που έχουμε απέναντί μας, καταλήγουμε σε λανθασμένα συμπεράσματα που ανακυκλώνουν απλώς το ήδη κακό κλίμα και υποδαυλίζουν τις παρεξηγήσεις και τα άσχημα συναισθήματα. Μερικές φορές καταλήξαμε ότι πρέπει να προσεγγίζουμε τους συνανθρώπους αν όχι από θετική, τουλάχιστον από ουδέτερη αφετηρία, ώστε να μπορούμε πραγματικά να τους ακούμε, να κρίνουμε και στη συνέχεια να πράττουμε σωστά.
Την κράτησα αυτή τη συζήτηση και σήμερα το πρωί, ενώ πήγαινα προς το Μετρό (εμένα αυτή η διαδρομή με εμπνέει τελευταία για βαθυστόχαστους συλλογισμούς), άρχισα να σκέφτομαι ότι η θετική στάση απέναντι στον κόσμο πάει χέρι με χέρι με τη συγχώρεση. Λογικό δεν ακούγεται; Όταν είσαι πρόθυμος να ακούς με ανοιχτό μυαλό, τότε μπορείς πιο εύκολα να κατανοείς και να συγχωρείς τους άλλους. Ναι. Αλλά με τον εαυτό μας τι γίνεται; Ξέρετε τι αντιλήφθηκα; Κατά καιρούς έχω συγχωρέσει φίλους, γνωστούς, συγγενείς όταν δεν μου φέρθηκαν καλά ή με πλήγωσαν, ανακάλυψα όμως ότι αδυνατώ να δείξω και στον εαυτό μου την ίδια κατανόηση όταν εγώ κάνω λάθη. Ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι μην τυχόν και κάνω κάποιο λάθος, μήπως στενοχωρήσω κάποιον. Πιο πολύ γιατί θα αργήσω πολύ να με συγχωρήσω. Δεν δέχομαι τα λάθη μου σαν κομμάτι μου, δύσκολα τα συγχωρώ γιατί θεωρώ ότι πρέπει να είμαι συνέχεια καλύτερη. Όμως αυτό μου στερούσε το να είμαι ανθρώπινη. Να φοβάμαι ελεύθερα, να κλαίω ελεύθερα, να γελάω ελεύθερα, κι όλα τα συναφή. Κι έτσι το επόμενο θέμα άσκησης είναι να μάθω να επιτρέπω στον εαυτό μου να απολαμβάνει από εμένα την ίδια αντιμετώπιση που έχω για τους υπόλοιπους. Εσείς πώς τα πάτε με τη συγχώρεση ένθεν κι ένθεν;

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2009

Τα πάνω και τα κάτω μου


Γεια σας!
Ήμουν πολύ δυσκολεμένη αυτές τις ημέρες γι αυτό εξαφανίστηκα (κι από ό,τι είδα κι άλλοι την έχουν "κάνει με ελαφρά" από τα μπλογκ τους - ελπίζω για καλύτερη γη, για ωραιότερα μέρη, αν και πού να βρεις ωραιότερα από εδώ μέσα);
Μετά από μια αναπάντεχη στροφή της τύχης (μου), το πρόγραμμά μου ελάφρυνε λίγο κι έτσι μπορώ να ασχοληθώ κάπως και με τούτο εδώ το σελιδάκι μου.
Καταρχήν, ευχαριστώ πολύ για τις συμβουλές σας στον ενδυματολογικό τομέα. τελικά τα έκανα όλα όσα προτείνατε: και το φόρεμα το μαύρο έβαλα στην τελετή του γάμου και το κουστουμάκι μου το μπλε σκούρο με αναφορές Σανέλ στο τραπέζι μετά (το οποίο ήταν σχετικά ήσυχο, λόγω ξαφνικού πένθους για έναν συγγενή της οικογένειας του γαμπρού). ξεκουράστηκα, γύρισα στην Αθήνα ανανεωμένη και τότε ξαφνικά έπεσα στα εργασιακά "βαθιά". Πάντως ξέκλεψα λίγο χρόνο για να δω την ανηψούδα μου, που χθες έγινε 4 μηνών. τι παιδί είναι αυτό, δεν μπορώ να το περιγράψω. την έχω στα χέρια μου από την πρώτη μέρα που γεννήθηκε και την αγαπάω περίπου σαν παιδί μου. είναι υπέροχη. σπάνια κλαίει, μόνον όταν πεινάει, όταν θέλει άλλαγμα, τα κλασικά. τις περισσότερες φορές ξεκαρδίζεται στο γέλιο και προσπαθεί να "μιλήσει" μαζί μας. βγάζει φωνούλες, ανοίγει το στοματάκι της και στρογγυλεύει τα χειλάκια και είναι μια γλύκα, το λουκουμάκι μου! εχθές μου την έδωσε για λίγο η μαμά της για να μαγειρέψει. την κρατούσα απλά στα χέρια μου και της χαμογελούσα. και μου χαμογέλασε κι αυτή! παιδιά, έτσι πρέπει να είναι ο Παράδεισος τελικά: η απόλυτη γαλήνη και αρμονία μέσα από τα μάτια ενός μωρού. λίγωσα. λίγωσα απίστευτα. άσε που αποφάσισα μετά να της πω ένα παραμύθι και εκτός φυσικά από την Κοκκινοσκουφίτσα και τον Κακό Λύκο (δεν ήθελα να αφήσω έξω το φιλαράκι) με λίγες παραλλαγές, της διηγήθηκα και τη Σταχτοπούτα κι εκεί πάνω γλάρωσε η μπέμπα και κοιμήθηκε στον ώμο μου. δεν νομίζω ότι υπάρχει άγχος ή πρόβλημα που να μην μαλακώνει στη θέα ενός μικρού παιδιού. Ευτυχία!
Πάω να απαντήσω στα προηγούμενα σχόλια. Θα τα ξαναπούμε σύντομα!
Φιλιά πολλά!