Πολύ καλημέρα σε όλους σας! Είχα πει πως δεν θα γράψω για μερικές ημέρες, εωσότου επανέλθω πλήρως στην προτέρα χαοτική μου κατάσταση, αλλά δεν κρατήθηκα. Σήμερα, σε αυτό το γραφείο που με οδήγησε η μοίρα πριν χρόνια και που δεν διαθέτει κλιματισμό ( δεν εννοώ inverter κι ενεργειακής κλάσης Α - όχι, εννοώ κ-α-θ-ό-λ-ο-υ κλιματισμό), μαυρίζω ασύστολα και χωρίς τη δική μου προαίρεση, αφήστε που οι άκρες στα δαχτυλάκια μου έχουν πρηστεί από τη ζέστη κι εγώ πληκτρολογώ ατελείωτα εδώ και πέντε ώρες. Και το μυαλό μου ταξιδεύει από μόνο του -πού αλλού;- σε μέρη καλύτερα, σε καλοκαιρινά τοπία. Κι όχι σε όποια όποια τοπία, αλλά σε εκείνα που έχω η ίδια επισκεφθεί με καλή παρέα. Αντίπαρος, Μήλος, Σκιάθος, Σκόπελος, Αλόννησος, υπέροχα μέρη με δροσερό αεράκι, καταγάλανα νερά και στο φόντο έναν γλάρο κάτασπρο. Κι όπως που λέτε σκεφτόμουν όλα αυτά, μου ήρθε στο μυαλό ένα χαζοαστείο περιστατικό που συνέβη σε μένα και το σύντροφό μου σε διακοπές μας στην Σκόπελο. Ελπίζω αν το διαβάσει να μην τον πειράξει, αφού κατά καιρούς το έχω διηγηθεί σχεδόν σε όλους τους φίλους και γνωστούς μας, οπότε έχουμε ήδη γίνει ρεζίλι.
Λοιπόν, το καλοκαίρι του 2001, μπορεί και 2002, είχαμε πάει διακοπές στη Σκόπελο. Απίστευτο νησί με τις ωραιότερες παραλίες που έχω δει ως τώρα, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Ο τότε καλός μου, ο οποίος πάντα το είχε τάμα στα ταξίδια να μου αλλάζει τα πετρέλαια για να τα δούμε ΟΛΑ μα ΟΛΑ όμως, κι αυτό συνήθως σε διάστημα 5 - 6 ημερών, εκείνη τη χρονιά είχε ενστερνισθεί ιδιαιτέρως τον ακάθιστο. Εμ έβαζε το ξυπνητήρι από πουρνό πουρνό (και μια απορία μου έμεινε ρε παιδιά όλα αυτά τα χρόνια, αφού κατσίκες στη Σκόπελο δεν είδα, εμείς γιατί ξυπνούσαμε τόσο νωρίς Αύγουστο μήνα; Ε; Μπορεί κανείς να μου απαντήσει;), εμ είχε πάθει γοργονίαση και ήθελε συνέχεια να είναι στο νερό. Κι από κοντά η καψερή η Κοκκινοσκουφίτσα. Φανταστείτε διακοπές χωρίς αυτοκίνητο, με δύο, τρία, τέσσερα μπάνια την ημέρα. Α, και φαγητό άπαξ ημερησίως, τη νύχτα, αφού γυρνούσαμε από το boot camp. Έπρεπε να σας έχω εκεί να δείτε, την ώρα που εμείς γυρνούσαμε από την ακρογιαλιά με τα μαγιά μας και τα αλάτια μας, όλοι οι άλλοι τουρίστες στολισμένοι έβγαιναν για κλάμπινγκ. Μάλιστα μάλιστα. Από κοντά, ντρέπομαι τώρα λίγο, εγώ, δεν ξέρω εσείς οι υπόλοιποι, κάτι παθαίνω στις βακέισον και δεν μπορεί να λειτουργήσει ο οργανισμός μου, αν με καταλαβαίνετε. Οπότε, εκείνη την περίοδο το πρόβλημα ήταν βαρύτερο από το συνηθισμένο και είχα πλακωθεί στους φραπέδες μήπως κάνουν δουλειά. Αυτό που έκαναν ήταν να με βαρέσουν στα νεύρα τελικά και τίποτε άλλο.
'Ερχομαι μετά από όλα αυτά στο επίμαχο συμβάν καθαυτό: Στη Σκόπελο γυρνώντας ένα βράδυ από την καθημερινή περιοδεία, αντιλήφθηκε το μάτι του καλού μου μια αφίσα σχετικά με μια έκθεση φωτογραφίας που γινόταν στο δημοτικό γυμναστήριο της περιοχής. Μωρέ κι εμένα την είχε πάρει το μάτι μου, αλλά πεινούσα και νύσταζα και έτσι το διέταξα το ζερβό να στρίψει από την άλλη πλευρά και να κάνει ότι δεν το είδε. Ο μπόιφρεντ όμως του είχε αφήσει του ματιού του λάσκα τα λουριά. Έτσι, πριν καλά καλά ανοίξει το στοματάκι του, ήξερα τι θα βγει από μέσα: "΄Έεεεελα μωρέεεε, πάμε λίγο κι απο κει, τελευταία μέεεεερα της έκθεσης είναι!!!". Ε, λοιπόν, ακριβώς αυτά άκουσα. Και προχώρησα. Καρτερικά και αναρωτιόμουν από μέσα μου γιατί ο Δημιουργός δεν μας άφησε στην λίθινη εποχή, παρά μας έδειξε το δρόμο στην τέχνη της φωτογραφίας.
Τεσπα, φθάνουμε στην έκθεση. Σας θυμίζω, από τη θάλασσα, νηστικοί και ξεθεωμένοι, αλλά πάντα μέσα στην κουλτούρα. Και σαρπράιζ! η έκθεση έχει τον τίτλο "Στίγματα" και είναι ακριβώς αυτό: Μια τεράαααααστια αίθουσα κατασκότεινη, όπου στημένα κατά σειρές ήταν επίσης τεράααστια φωτογραφικά πορτραίτα από ό,τι πιο φρικιαστικό είχα δει: ανθρώπινα πτώματα μετά την νεκροψία, πρόσωπα με στίγματα στο πρόσωπο, κι όλα αυτά κι άλλα πολλά να φωτίζονται από τεράαααστιους προβολείς, μη μπα και χάσουμε το κεντρικό θέμα δηλαδή. Τυφλοί να ήμασταν, την καραφρικάρα δεν θα την είχα γλιτώσει.
Ο μπόιφρεντ όμως, γνωστός φιλότεχνος και καλλιτέχνης ο ίδιος, είχε εκστασιαστεί. Καθόταν μπροστά από κάθε πορτραίτο και θαύμαζε. Θαύμαζε και θαύμαζε, και κακό βέβαια αυτό δεν είναι. Το κακό ήταν ότι εγώ που στεκόμουν πίσω του σε όλη αυτή τη θαυμαστή πορεία, είχα αρχίσει να νιώθω πολύ, μα πάρα πολύ, άσχημα. Κάτι σαν ζάλη, κάτι σαν ντράλα, κάτι σαν ντραλοζάλη, κάτι τέτοιο πάντως. Δεν νομίζω ότι είχα ξανααισθανθεί έτσι μέχρι τότε. Ήταν σαν να λιποθυμούσα από λεπτό σε λεπτό.
Κάποια στιγμή το πράγμα δεν πήγαινε άλλο, το ένιωθα. Οπότε έπρεπε να κάνω κάτι. Απευθύνομαι λοιπόν με λεπτή ασθενική φωνούλα στο έτερό μου που στεκόταν όπως είπαμε μπροστά μου και θαύμαζε "Κουκουτσάκι μου, μήπως μπορείς να μου δώσεις λίγο νερό από το σακίδιό σου;". Εκείνος, χωρίς να με βλέπει, πάλι μπροστά στον πίνακα, μου απαντά το αμίμητο "Έλα βρε Κοκκινοσκουφίτσα, τώρα το θυμήθηκες; Πριν από δέκα λεπτά το έβγαλα το νερό, πάλι θα ξανανοίγω το σάκο;;;" "Δεν είμαι καλά, συνεχίζω εγώ κλαψουριστά, νομίζω ότι θα λιπ...." Κι εκείνη τη στιγμή γυρίζει προς εμένα ο φίλος μου και παθαίνει σοκ. Και με τραβάει γρήγορα γρήγορα έξω από την καταραμένη τη σκατοέκθεση - που ο Θεός να την κάνει τέτοια - κι αφού άκουσα τα σχολιανά μου από την τρομάρα του, ότι δεν του το είπα νωρίτερα, ότι δεν προσέχω καθόλου κλπ, με κέρασε ύστερα κρουασάν βερίκοκο (δεν θα είχε σοκολάτα φαίνεται) και χυμό ο καλός μου και ήρθα και στάνιαρα και είδα ξανά τον κόσμο. Δόξα τω Θεώ.
Αυτά θυμήθηκα. Βέβαια χάνουν λίγο στην γραπτή περιγραφή. Από κοντά τα λέω καλύτερα. Πάντως όποτε το διηγούμαι, με πιάνουν τα γέλια. Να, όπως τώρα.
Καλό σας απόγευμα!
(Ευχαριστώ από την καρδιά μου για όλα τα μηνύματά σας που με στήριξαν και με γλύκαναν σε μια τόσο δύσκολη περίοδο για μένα και την οικογένειά μου. Θα απαντήσω σε όλους σας γρήγορα και να ξέρετε ότι με συγκινήσατε και μου θυμίσατε ότι υπάρχουν άνθρωποι γύρω μας που αξίζουν χρυσάφι. Να είστε όλοι καλά)