Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

Η εκδοχή του ΠιΠιού

Άνευ άλλων σχολίων, σας παρουσιάζω την διασκευή που έκανε το Χρυσό ΠιΠι πάνω στη δική μου διασκευή του παραμυθιού της Κοκκινοσκουφίτσας. Μιλάμε για πολύ γέλιο!!!
"Το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας (από την Κοκκινοσκουφίτσα)
Μια φορά κι έναν καιρό, στην άκρη ενός πυκνού δάσους, σε ένα σπιτάκι με μεγάλους φεγγίτες και κεραμίδια στη σκεπή, τζακούσι , bbq και πισίνα στην αυλή, ζούσε μια μαμά με το κοριτσάκι της, ένα πολύ όμορφο ξανθό παιδάκι με γλυκά γαλανά μάτια. Από τότε που γεννήθηκε, η μανούλα της χαιρόταν να την ντύνει με κόκκινο χρώμα, που της πήγαινε πολύ, μάλιστα της είχε αγοράσει από το Harrod's στις εκπτώσεις και μια κόκκινη μπέρτα με σκουφάκι που της της φορούσε συχνά και γι' αυτό όλοι φώναζαν το κοριτσάκι Κοκκινοσκουφίτσα.
Η γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας ζούσε μόνη της βαθιά μέσα στο σκοτεινό δάσος, αλλά η ανηψιά της που την αγαπούσε πολύ πήγαινε πολλές φορές να τη δει να της πάει φαγητό και να πάρει χαρτζηλίκι. Βέβαια όλο αυτό ήταν πρόσχημα, γιατί οι κυριακάτικες βόλτες σήμαιναν ένα μόνο πράγμα. Βόλτα με τη Υamaha γουρούνα του κοντορεβυθούλη. Έτσι και μια Κυριακή, η μαμά της της ετοίμασε ένα καλαθάκι γεμάτο με λιχουδιές που άρεσαν στη γιαγιά. Την έντυσε με την κόκκινη μπέρτα, της έδωσε το καλαθάκι, τη φίλησε και της υπενθύμισε ότι δεν πρέπει να σταματάει στη διαδρομή και να έχει τα μάτια της δεκατέσσερα μέχρι να φτάσει στο σπίτι της γιαγιάς, γιατί στο δάσος κυκλοφορούν παράξενα πλάσματα Εντάξει μανούλα", είπε το κοριτσάκι και ξεκίνησε. Ομως η μέρα ήταν ωραία και ο κοντορεβυθούλης με τη γουρούνα είχε όρεξη για περιπλάνηση στο δάσος. Ηθελε να δείξει στην Κοκκινοσκουφίτσα τί μπορούσε να κάνει η γουρούνα που είχε ακριβοπληρώσει. Η Κοκκινοσκουφίτσα τρελή από ευτυχία και τον αέρα που της χάιδευε το πρόσωπο Δεν καταλάβαινε πώς περνούσε η ώρα, είχε ξεχάσει σχεδόν και πού βρισκόταν, όταν άκουσε ένα σφύριγμα και μια φωνή πίσω από τον ώμο της "Πού πηγαίνει το όμορφο κοριτσάκι με τα κόκκινα πάνω στην γουρούνα; Δεν έχει μάθει ότι δεν τρέχουμε με μεγάλη ταχύτητα στο δάσος?". Η Κοκκινοσκουφίτσα γύρισε και έριξε μια ματιά σε εκείνον που την καλούσε. Δεν είχε ξαναδει τέτοιο πλάσμα από κοντά, όμως η μανούλα της της είχε δειξει μια εικόνα στο internet και αναγνώρισε έτσι ότι απέναντί της στεκόταν ένας λύκος. Κράτησε λοιπόν μια επιφύλαξη, αφού όλοι ξέρουν ότι οι λύκοι είναι πονηροί, έτσι δεν είναι;
Όμως αυτός εδώ ο Λύκος δεν φαινόταν κακός. Χαμογελούσε και της μιλούσε γλυκά. Και είπε να το ρισκάρει "Γεια σας" του είπε, "είμαι η Κοκκινοσκουφίτσα και πηγαίνω να δω τη γιαγιά μου που μένει εδώ στο δάσος" "Αλήθεια; τι καλή εγγονούλα, της απάντησε ο Λύκος, και τι έχεις στο καλάθι σου;" "Είναι φαγητό για τη γιαγιάκα μου. Βλέπετε κύριε, μένει μόνη της". "Τι τραγικό" είπε ο Λύκος. "Καλή συνέχεια λοιπόν κοριτσάκι μου. Χάρηκα πολύ που σε γνώρισα" και πριν προλάβει η Κοκκινοσκουφίτσα να καταλάβει κάτι, ο Λύκος είχε εξαφανισθεί. "Παράξενο, είπε το κοριτσάκι, τελικά δεν πρέπει να τα πιστεύουμε όλα όσα διαβάζουμε. Τι καλός λύκος!" Έπειτα΄συνέχισε το δρόμο της.
Στο μεταξύ, ο Λύκος τι είχε σκαρφιστεί; ήξερε ένα μονοπάτι για να κόψει δρόμο προς τα εκεί που του είχε δείξει το κοριτσάκι ότι ήταν το σπίτι της γιαγιάς. Πραγματικά, μετά από λίγη ώρα είχε φτάσει στης γιαγιάς, πολύ πριν την Κοκκινοσκουφίτσα. Χτύπησε την πόρτα και σε λίγο φάνηκε στην πόρτα μια γλυκιά γιαγιούλα με τη ρόμπα και το σάλι της τυλιγμένο γύρω της. Δεν έβλεπε και πολύ καλά από τα χρόνια και επειδή δεν αναγνώρισε το Λύκο στο κατώφλι, ρώτησε "Ποιος είστε παρακαλώ;" "Ο ΛΥΚΟΣ!!!!" φώναξε ο αλητήριος και μέχρι να πει κανείς "κίμινο" αρπάζει τη γιαγιά και κλαπ! την κατάπιε ολόκληρη! Μετά έτριψε την κοιλιά του, μισοχορτασμένος. Έπειτα, αφού έριξε έναν ξεγυρισμένο ύπνο στο κρεβάτι της γιαγιάς, άνοιξε την ντουλάπα της, φόρεσε δικά της ρούχα, τα γυαλάκια της και ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι για να περιμένει τη νόστιμη (κυριολεκτικά) μικρή εγγονή.
Σε λιγάκι έφτασε και η Κοκκινοσκουφίτσα στο σπίτι της γιαγιάς. Βρήκε την πόρτα ανοιχτή, ανησύχησε και μπήκε γρήγορα μέσα. Όμως, ευτυχώς, στο κρεβάτι είδε τη γιαγιά της. Ουφ! όμως, για στάσου, κάπως παράξενη ήταν η γιαγιά. Πλησίασε πιο κοντά:
-Γιαγιά, εγώ είμαι. Σου έφερα φαγητό. Τι κάνεις; Είσαι καλά;
- Ναι, κοριτσάκι μου, είπε με ψεύτικη φωνή ο Λύκος από το κρεβάτι.
-Γιαγιά, μου φαίνεσαι περίεργη. Τα μάτια σου... μοιάζουν τόσο μεγάλα. Γιατί έχεις τόσο μεγάλα μάτια σήμερα γιαγιά;
-Για να σε βλέπω καλύτερα, κοριτσάκι μου, απάντησε ο Λύκος
-Και τα αυτιά σου, γιαγιά. Τι μεγάλα αυτιά που έχεις!
- Είναι για να σε ακούω καλύτερα, εγγονούλα μου
-Πω πω γιαγιά και τι τεράστιο στόμα που έχεις!
-ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΦΑΩ ΚΑΛΥΤΕΡΑ!! φώναξε ο Λύκος, και τσαφ! πετάγεται από το κρεβάτι και καταπίνει και το κοριτσάκι αμάσητο! δυο γενιές είχε ξεκληρίσει από το πρωί ο άτιμος! Έπειτα πια, αφού δεν βρήκε Περιέ, ρεύτηκε δυο τρεις φορές κι έπεσε για ύπνο.
Όμως ... όμως τα πράγματα άρχισαν να γίνονται σκούρα για τον κακό Λύκο. Από το πολύ βάρος που είχε στο στομάχι του, δεν μπορούσε να κοιμηθεί και ένιωθε και δυσφορία. Επιπλέον, το κρεβάτι της γιαγιάς ήταν φτιαγμένο στα μέτρα μιας μικροκαμωμένης γυναίκας, πώς να χωρέσει ένας λύκος μέχρι εκεί πάνω; Στριφογύριζε, φούσκωνε, ξεφούσκωνε, δεν μπορούσε να πάρει ανάσα σχεδόν, δεν μπορούσε να βολευτεί. το χειρότερο όμως ήταν, ότι όσο περνούσε η ώρα και συνειδητοποιούσε πού τον είχε οδηγήσει η λαιμαργία του, αισθανόταν όλο και πιο άσχημα. "Τι έκανα;" άρχισε να σκέφτεται τώρα ο Λύκος "Γιατί έφαγα αυτή την καλή γιαγιούλα και το γλυκό κοριτσάκι; Τι μου έφταιξαν; Και που είμαι λύκος, τι; Έπρεπε να τις φάω; Μήπως δεν μπορούσα να πάω σε καντίνα να φάω κανένα βρώμικο; Δεν θα αργούσα τόσο να χωνέψω και θα είχα και ήσυχη τη συνείδηση μου!". Κι όσο τα σκεφτόταν αυτά ο Λύκος, τόσο οι τύψεις τον έσφαζαν και τα δάκρυα άρχισαν να σταλάζουν στα λυκίσια μάγουλά του. Ώσπου, δεν άντεξε άλλο. Έπρεπε κάτι να κάνει. Με κόπο έσυρε το χέρι του μέχρι το διπλανό κομοδίνο, όπου η γιαγιά είχε το τηλέφωνό της. Με το τελευταίο κουράγιο που του είχε απομείνει, κάλεσε το 11880 και τους ζήτησε ασθενοφόρο. Σε χρόνο dt (κι από αυτό καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για παραμύθι) ένα κίτρινο ασθενοφόρο ήρθε και παρέλαβε τον Λύκο. Ύστερα τον πήγαν αμέσως στο νοσοκομείο, όπου του έκαναν μια γερή πλύση στομάχου και ω του θαύματος! ξεπατάχτηκαν από μέσα του πρώτα η Κοκκινοσκουφίτσα και μετά η γιαγιά, ολοζώντανες και ολόγερες! Τι χαρά ήταν αυτή! Και να οι αγκαλιές, και να τα φιλιά και να οι χοροί! Ο Λύκος δικαιολογήθηκε ότι τις έφαγε για την φουκαριάρα τη μάνα του, που είχε βαρεθεί να βάζει τσουκάλι και να του μαγειρεύει. Και τον συγχώρεσαν τον Λύκο οι ηρωίδες μας, γιατί κατάλαβαν ότι κατά βάθος ήταν καλή ψυχή και ότι η ανεργία και η άτιμη παλιοκενωνία που άλλους τους ανεβάζει και άλλους του κατεβάζει στα Τάρταρα, έφταιγε που τις έφαγε. Και έκαναν κι ένα γλέντι τρικούβερτο στο σπίτι της γιαγιάς για να το γιορτάσουν. Κι από τότε, ο Λύκος κάθε Κυριακή ήταν καλεσμένος για φαγητό στης γιαγιάς με την Κοκκινοσκουφίτσα και τη μαμά της.
Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα
ΔΙ ΕΝΤ"

7 σχόλια:

next_day είπε...

Τρομερο!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Για πολύ προχωρημενο παραμυθι!!!

Ανώνυμος είπε...

Πέθανα στο γέλιο!!!!! χαχαχαχχα
Καλή σου μέρα κοκκινοσκουφιτσα!!!

Το χρυσό ΠιΠι είπε...

Πω πω της διασκευής γίνεται εδώ μέσα!

Κοκκινοσκουφίτσα είπε...

next-day, ναι, δεν είναι απίθανο το ΠιΠι; λίγο υπερακαταναλωτικό βέβαια, όπως προκύπτει, αλλά χαλάλι...

Κοκκινοσκουφίτσα είπε...

di-ne-tou, καλό ε; καλημέρα και σε σας!!!

Κοκκινοσκουφίτσα είπε...

ΠιΠι ναι, έχουμε θεματικό αφιέρωμα: πώς να καταστρέψετε το πνευματικό δημιούργημα του συμπλογκίτη σας :PPP φχαριστώ πολύ!!!

Matriga είπε...

Φοβερή και αυτή η version. Να δεις κι άλλη μία που είχα αναρτήσει πριν μέρες -κατωτέρου επιπέδου βέβαια! - για να γελάσει λίγο το χειλάκι σου...
http://shell-land.blogspot.com/2009/02/blog-post_2345.html

Και ένα ανέκδοτο με την Κοκκινοσκουφίτσα ακόμη... http://shell-land.blogspot.com/2009/02/blog-post_2696.html

Να περνάς όμορφα φιλενάδα.